Ένα από τα φρικτότερα εγκλήματα που συνεκλόνισαν τη Νάουσσα και που σήμερα ακόμη όταν συζητούνται προκαλούν την εξέγερση των ψυχών και την απέχθεια όλων των πολιτών αδιακρίτως κομματικής τοποθετήσεως -με μικρή κάπως εξαίρεση τους αμετανοήτους και σκληρούς κομμουνιστάς- ήταν η άγρια σφαγή της δεκαεξάχρονης Όλγας.
Το επίθετό της δεν το αναφέρουμε, γιατί θύτης και θύμα ανήκουν στην ίδια οικογένεια.
Αλλά το ξέρει όλη η Νάουσσα.
Οι γονείς της είχαν χωρίση… Η κοπελίτσα έμεινε με τη μητέρα της και ξενοδούλευε για να εξασφαλίση τη ζωή του σπιτιού. Ήταν σεμνή, όμορφη και ανοιχτόκαρδη. Η καλωσυνάδα της συντελούσε ώστε να είναι αξιαγάπητη σε όλους τους γνωστούς της. Κανέναν δεν πίκρανε με κανέναν δεν ήλθε ποτέ σε προστριβή.
Μια μέρα, του Σεπτεμβρίου του 1943 και μόλις το σκοτάδι άρχισε να καλύπτη τη ζωή της πόλεως, τρεις νεαροί την σταμάτησαν ενώ πήγαινε στο σπίτι της. Την πρόσταξαν να τους ακολούθηση γιατί -όπως την είπαν- ο πατέρας της ήθελε να της ανακοινώση κάτι πολύ σημαντικό που αφορούσε την οικογένειά της. Μολονότι οι νέοι ήταν άγνωστοι στην Όλγα, το γεγονός ότι ερχόντουσαν για λογαριασμό του πατέρα της που την καλούσε, δεν δίστασε να τους ακολουθήση. Παίρνοντας τον δρόμο προς την έξοδο, προχώρησαν γύρω στα τρία χιλιόμετρα. Αυτό δεν την ανησύχησε γιατί τελούσε εν γνώσει ότι ο πατέρας της υπηρετούσε στον ΕΛΑΣ σαν καπετάνιος. Κάποια στιγμή εμφανίσθηκε μπροστά της ο πατέρας της. Ζωσμένος στα άρματα και με μικρή γενειάδα υποδέχθηκε την θυγατέρα του με θυμό και οργή που φανέρωνε άσχημες προθέσεις.
– «Τί κάνει, ομορφούλα, η μάνα σου;», τη ρώτησε. «Συνεχίζει να με μισεί; Πώς πάνε τα νταραβέρια της;».
– «Η μαμά είναι καλά», απάντησε η Όλγα. «Ποτέ της όμως δεν μ’ άφησε να καταλάβω ότι τρέφει μίσος για σένα πατέρα».
– «Σκάσε!», της είπε ο αρματωμένος καπετάνιος. «Και προ παντός πάψε να με λες πατέρα».
Ταυτοχρόνως σκαμπίλισε την κορούλα του που άρχισε να κλαίει και να εκλιπαρή τον πατέρα της να ξαναγυρίση στο σπίτι του για να ζήση η οικογένειά τους καλύτερες ημέρες. Για λίγο στάθηκε συλλογισμένος ο ΕΛΑΣίτης πατέρας.
Γρήγορα όμως ξανάρχισε να κτυπάη με βαναυσότητα την κόρη του.
– «Γιατί μπαμπά με χτυπάς; Τί σου έκαμα; Τί φταίω εγώ εάν χωρίσατε με τη μητέρα μου;».
Αντί για άλλη απάντηση, ο καπετάνιος έπιασε από τα μαλλιά την κόρη του και την έριξε στο έδαφος. Και με ταχύτητα που θα ζήλευαν οι πιο έμπειροι εργάται των σφαγείων, άρχισε να κτυπάει με το μαχαίρι του το ίδιο του το παιδί. Το λιάνισε στην κυριολεξία. Η τελευταία του μαχαιριά που έκοψε την καρωτίδα της δεκαεξάχρονης Όλγας, ήταν η σφραγίδα που ο πατροκτόνος έβαζε στο φρικτότερο ασφαλώς έγκλημα που γίνηκε ποτέ στη μαύρη περίοδο 1943-1949. Κλωτσώντας το θύμα του, ο φονιάς έδωκε εντολή στους νεαρούς που είχαν συλλάβη την άτυχη Ελληνοπούλα, να της δώσουν την χαριστική βολή. Ένας από τους τρεις την πυροβόλησε στον κρόταφο.
Την ανατριχιαστική αυτή ιστορία, διηγείτο κατά το έτος 1947, ένας από τους μετανοήσαντας ΕΛΑΣίτας, που είχε ενταχθή στον σύλλογο που είχαν συγκροτήση πολλοί νέοι, οι οποίοι διαπιστώνοντας το εγκληματικό και απαίσιο έργο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, είχαν συγκροτήση την οργάνωση, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Απόστολος Μπαλκατζής, που στο ΕΛΑΣ ήταν γνωστός σαν καπετάν Πιτσιρίκος.
– «Γιατί μπαμπά με χτυπάς; Τί σου έκαμα; Τί φταίω εγώ εάν χωρίσατε με τη μητέρα μου;».
Αντί για άλλη απάντηση, ο καπετάνιος έπιασε από τα μαλλιά την κόρη του και την έριξε στο έδαφος. Και με ταχύτητα που θα ζήλευαν οι πιο έμπειροι εργάται των σφαγείων, άρχισε να κτυπάει με το μαχαίρι του το ίδιο του το παιδί. Το λιάνισε στην κυριολεξία. Η τελευταία του μαχαιριά που έκοψε την καρωτίδα της δεκαεξάχρονης Όλγας, ήταν η σφραγίδα που ο πατροκτόνος έβαζε στο φρικτότερο ασφαλώς έγκλημα που γίνηκε ποτέ στη μαύρη περίοδο 1943-1949. Κλωτσώντας το θύμα του, ο φονιάς έδωκε εντολή στους νεαρούς που είχαν συλλάβη την άτυχη Ελληνοπούλα, να της δώσουν την χαριστική βολή. Ένας από τους τρεις την πυροβόλησε στον κρόταφο.
Την ανατριχιαστική αυτή ιστορία, διηγείτο κατά το έτος 1947, ένας από τους μετανοήσαντας ΕΛΑΣίτας, που είχε ενταχθή στον σύλλογο που είχαν συγκροτήση πολλοί νέοι, οι οποίοι διαπιστώνοντας το εγκληματικό και απαίσιο έργο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, είχαν συγκροτήση την οργάνωση, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Απόστολος Μπαλκατζής, που στο ΕΛΑΣ ήταν γνωστός σαν καπετάν Πιτσιρίκος.
***
ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΕΒΡΑΙΑΣ ΠΕΡΙΣΤΕΡΑΣ Η ΜΑΓΔΑΣ;
Είναι στιγμές που σταματάει ο νους του ανθρώπου από την φρίκη. Γιατί αν υποτεθή ότι μπορεί να βρήκαν οι εκτελεστές κάποιες προφάσεις ή και να παραπλανήθηκαν όταν εκτελούσαν άνδρες, δεν μπορεί να είχαν καμμιά δικαιολογία όταν ακρωτηρίαζαν μικρά παιδιά. Αυτό επανελήφθη με σφαγή της Μαγδαληνής Καμαρώκα και του εξάχρονου υιού της. Ο μικρούλης, λόγω ηλικίας ούτε είχε ιδέες ούτε αντιθέσεις με το ΚΚΕ, μα ούτε και μπορούσε να είχε βλάψει κάποιον, ώστε να τιμωρηθή για λόγους αντεκδικήσεως ή διαφορών.
Την Καμαρώκα μαζί με το παιδί της, συνέλαβαν οι ΕΛΑΣίται εισβάλλοντας στο σπίτι τους. Αφού το λεηλάτησαν, τους πήραν και τους οδήγησαν σ’ ένα σημείο της Αράπιτσας.
Εκεί κακοποίησαν την ανυπεράσπιστη Ναουσσαία και μπροστά στα μάτια της, έκοψαν κομμάτια το κορμί του παιδιού της, και ενώ η ίδια σφάδαζε και θρηνολογούσε, έρριξαν τα διάφορα μέλη του σώματός του στο ποτάμι.
Η πονεμένη μάνα θέλησε να πέση κι αυτή στον Αράπιτσα επαναλαμβάνοντας τη θυσία των γυναικών της Ναούσσης στην επιδρομή τοϋ Αβδούλ Αβούτ. Οι εκτελεστές την κράτησαν, όχι για να τη σώσουν από βέβαιο πνιγμό, αλλά για να την σκοτώσουν οι ίδιοι. Εξετέλεσαν την Καμαρώκα με τα μαχαίρια τους. Το κορμί της πετσοκόπηκε και τα μέλη του σώματός της πετάχθηκαν στο ποτάμι της Αράπιτσας. Και για την φρικτή όμως αυτή εκτέλεση μάταια κουράσθηκα για να βρω τα αίτια. Εκείνοι οι Ναουσσαίοι, που προς τιμήν τους με βοήθησαν με προθυμία στην έρευνά μου, δεν μπόρεσαν και σήμερα ακόμη να εξηγήσουν γιατί, εσφαγιάσθη η Καμαρώκα και το εξάχρονο παιδί της.
***
Ήταν η 21η Μαΐου του 1944 και οι κάτοικοι του χωριού Αγγελοχώρι δεν πήγαν στις δουλειές τους, εορτάζοντας τον Άγιο Κωνσταντίνο. Όπως συμβαίνει σε όλα τα χωριά, οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν συγκεντρωμένοι στην πλατεία. Μόλις άρχισε να σκοτεινιάζει άρχισαν να φεύγουν για τα σπίτια τους ερημώνοντας το χωριό. Θα ήταν εννέα το βράδυ όταν η καμπάνα της εκκλησίας άρχισε να κτυπάη, ενώ ένοπλοι ΕΛΑΣίτες καλούσαν με τηλεβόα να συγκεντρωθούν όλοι οι Αγγελοχωρίται στην πλατεία του χωριού. Σχεδόν το σύνολο των ανδρών πήγε στο χώρο που όριζαν οι απελευθερωταί. Εκεί βρέθηκαν μπροστά σε καμμιά τριανταριά ΕΛΑΣίτες και σε ισάριθμους Βουλγάρους στρατιώτες. Κομματικά στελέχη του ΕΑΜ εκάλεσαν τους συγκεντρωθέντας να τοποθετηθούν στις σχηματισθείσες γραμμές.Συγκεκριμένα καθώρισαν οι μεν εντόπιοι να καταλάβουν το αριστερό της πλατείας, οι δε πρόσφυγες -Πόντιοι ως επί το πλείστον- να στοιχηθούν στο δεξιό αυτής.
Επηκολούθησε νέα διαταγή με την οποία οι πρόσφυγες θα ακολουθούσαν τον δρόμο προς την εκκλησία του Άγιου Γεωργίου, ενώ οι άλλοι θα παρέμειναν εις τας θέσεις των μέχρι νεωτέρας εντολής. Τη σχηματισθείσα φάλαγγα την πλαισίωσαν ΕΛΑΣίται και Βούλγαροι στρατιώται, επικεφαλής δε αυτής ετέθησαν δύο Βούλγαροι αξιωματικοί, δυο ένοπλοι ΕΛΑΣίτες, και ένας μεσήλιξ με πολιτικά που είχε και το γενικό πρόσταγμα. Πριν προχωρήση η φάλαγγα προς το καθορισθέν σημείο, οι ΕΛΑΣίτες με τον τηλεβόα, έδειναν εντολή να διαλυθούν οι εντόπιοι συγκεντρωθέντες, πηγαίνοντας εις τα σπίτια τους και ότι θα επακολουθούσε το ίδιο βράδυ νέα πρόσκλησις αυτών.
Όταν τελείωσε και η αποχώρηση και του τελευταίου εντοπίου, ο άγνωστος με τα πολιτικά, μιλώντας με εμφαντική σλαυική προφορά απηυθύνθη προς τους συγκεντρωμένους. Κατηγόρησε συλλήβδην όλους τους πρόσφυγας ότι είναι όργανα της αντίδρασης και της ΠΑΟ. Τους απεκάλεσε εθνοπροδότας και τους προειδοποίησε ότι εκείνη τη νύκτα θα πληρώναν όλα τους τα εγκλήματα. «Τα λαϊκά δικαστήρια που θα συνεδριάσουν», είπε, «μέχρι να φέξη ο ήλιος δεν πρόκειται να αδικήσουν κανέναν. Θα τιμωρηθούν όμως βαρειά όσοι αποδεδειγμένα και βάσει στοιχείων θα αποδειχθή ότι είναι εχθροί του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ». Αφού τελείωσε την ομιλία του, πρόσταξε, αρχικά στην ελληνική και εν συνεχεία στην βουλγαρική γλώσσα, τους ενόπλους να καταμετρήσουν τους συγκεντρωμένους και να κινηθούν ακολούθως βάσει των εντολών που είχαν δοθή από το Αρχηγείο.
Τέσσερα ζευγάρια ένοπλων ανάμικτα από Βουλγάρους και ΕΛΑΣίτες, άρχισε την καταμέτρηση των συγκεντρωμένων κατά τον ίδιο τρόπο που οι κτηνοτρόφοι μετρούν τα κοπάδια τους προκειμένου να τα πωλήσουν εις τους ζωεμπόρους. Ανήσυχοι οι μαντρωμένοι πρόσφυγες, για την τύχη που τους περίμενε, κινήθηκαν ενστικτωδώς για να φύγουν από την πλατεία. Οι ένοπλοι προς στιγμήν αιφνιδιάστηκαν. Γρήγορα όμως άρχισαν να ρίχνουν επάνω στα κορμιά των συγκεντρωμένων. Ο πρώτος νεκρός της «ηρωικής» εκδηλώσεως που ενωμένοι έκαναν οι ΕΛΑΣίτες με τους Βουλγάρους για την απελευθέρωση της χώρας, ήταν ο Χρήστος Ουρδαλίδης. Οι περισσότεροι έπεσαν στο έδαφος για να προφυλαχθούν από τις σφαίρες των δολοφόνων. Μονάχα οι Συμεών Συμεωνίδης και Νικόλαος Γκαλιμάνης, επωφελούμενοι της συγχύσεως και του πανικού που επεκράτησαν, ξέκοψαν από τον κύκλο των συγκεντρωμένων, παίρνοντας ο καθένας τους και μια διαφορετική κατεύθυνση. Τους ακολούθησαν οι ένοπλοι πυροβολώντας τους, αλλά οι δύο Έλληνες τρέχοντας κατώρθωσαν να διαφύγουν, για να είναι σήμερα μάρτυρες κατηγορίας για το ομαδικό και απαίσιο αυτό έγκλημα των εν όπλοις συνεργατών των δύο βαλκανικών κομμουνιστικών κομμάτων.
Τότε ξεπετάχθηκαν από τους διπλανούς δρομίσκους που οδηγούν προς την πλατεία, πέντε μασκοφόροι. Είχαν καλύψη τα πρόσωπά τους προφανώς γιατί ήταν γνωστοί στους κατοίκους του χωριού. Πριν αρχίσουν να ξεχωρίζουν τους προς εκτέλεσιν -αυτό φάνηκε σε λίγο όταν υπεδείκνυαν στους οπλοφόρους ποιους θα πρέπει να συλλάβουν- ο Κυριάκος Κεμεντσετζίδης, σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να τραγουδάη. Οι συγχωριανοί του τα έχασαν και πίστευσαν ότι αυτός παραφρόνησε. Γρήγορα όμως ήλθαν να τους διαψεύσουν τα όσα επακολούθησαν. Ο Κυριάκος σταματώντας το τραγούδι του απευθύνθηκε προς τους συγκεντρωμένους και με σταθερή φωνή τους είπε: «Ξέρω ότι θα με σκοτώσουν, όπως το ίδιο θα κάμουν και σε σας. Θέλω όμως τραγουδώντας ν’ αντικρύσω τον Χάρο και να πω στους ΕΛΑΣίτες και στους Βουλγάρους, ότι οι Πόντιοι δεν φοβούνται τον θάνατο. Προτιμούν να πεθάνουν όρθιοι και παλληκαρίσια, παρά να ζήσουν ζητώντας έλεος από τους προδότας».
Αμέσως με εντολή του πολιτικού επιτρόπου, που μίλησε πριν από λίγο στους συγκεντρωμένους ΕΛΑΣίτες και Βούλγαρους όρμησαν επάνω στον Κεμεντσετζίδη και άρχισαν να τον κτυπούν. Ανταποδίδοντας ο ηρωικός Πόντιος τα κτυπήματα, υπέκυψε στην υπεροχή των ένοπλων. Έτσι, δένοντάς τον πισθάγκωνα τον έβγαλαν από τη γραμμή και τον οδήγησαν έξω από το χωριό. Ριπές αυτομάτου που ακούσθηκαν μετά από λίγο, πρόδιδαν την τύχη που περίμενε τον Κυριάκο. Απηλλαγμένοι οι μασκοφόροι από την παρουσία του ταραξία, που προς στιγμήν έγινε αφορμή να μην αρχίσουν το ολέθριο και απαίσιο έργο τους, επεδόθησαν εκ νέου εις την επιλογήν των θυμάτων που οι «ήρωες» θα εκτελούσαν σε λίγο.
Δείχνοντας με το δάκτυλό τους στους Βουλγάρους και στους ΕΛΑΣίτες τα πρόσωπα που έπρεπε να συλληφθούν, ξεχώρισαν τους εξής:
1. Τον Αναστάσιον Καραγκιοζίδη
2. Τον Ηλία Τορτοπίδη
3. Τον Ιωάννη Ιωακειμίδη
4. Τον Στυλιανό Παπαδόπουλο
5. Τον Πολύχρονη Κελεσίδη
6. Τον Ιωάννη Κελεσίδη
7. Τον Λαυρέντιο Κελεσίδη
8. Τον Ευστάθιο Κελεσίδη
9. Τον Γερβάσιο Ιωακειμίδη
10. Τον Κωνσταντίνο Διπλαρίδη του Στυλιανού
11. Τον Ανέστη Κελεσίδη και
12. Έναν Βεροιώτη μικρέμπορο αγνώστων στοιχείων, που το μικρό του όνομα ήταν Παναγιώτης και που ερχόταν τακτικά με τις μικροπραμάτειες του στο Αγγελοχώρι, ανταλλάσσοντας με είδη που έπαιρνε από τους ντόπιους παραγωγούς.
Αφού τους χώρισαν σε ζευγάρια, τους έδεσαν τα χέρια και μικτά αποσπάσματα από ΕΛΑΣίτες και Βουλγάρους τους οδήγησαν στην έξοδο της πόλεως. Πρώτους εξετέλεσαν τους Αναστάσιον Καραγκιοζίδην και Ανέστη Κελεσίδη. Όταν την άλλη ημέρα βρέθηκαν τα πτώματά τους στο ρείθρο του δρόμου, ήταν κατατρυπημένα από μαχαιριές, ενώ τα πρόσωπα και των δύο είχαν δεχθή βλήματα σφαιρών. Ακολούθησε η σειρά του Ιωάννου Ιωακειμίδη και του Γερβάσιου Ιωακειμίδη. Αυτούς άρχισαν να τους πλήττουν, με τα μαχαίρια τους, ευθύς αμέσως μετά τον διαχωρισμό τους από τους άλλους δεσμώτες. Όπως διηγούνται οι επιζήσαντες από την τραγωδία του ξεκληριομού του Αγγελοχωρίου, η μανία των φονηάδων εναντίον των δύο αυτών Ελλήνων, οφείλετο εις το γεγονός ότι οι μασκοφόροι καταδότες κάνοντας την επιλογή των δύο ανωτέρω, στάθηκαν περισσότερη ώρα σ’ αυτούς και εν συνεχεία ομίλησαν βουλγαριστί απευθυνόμενοι σε έναν από τους Βουλγάρους αξιωματικούς. Αν και τραυματισμένοι, συνέχισαν να περπατούν τρικλίζοντας οι υποψήφιοι νεκροί. Σ’ αυτό τους βοηθούσαν και οι ΕΛΑΣίτες που τους υπεβάσταζαν κατά την πορεία των. Βγήκαν αρκετά έξω από το χωριό, όταν με διαταγή του ΕΛΑΣίτη οδηγού, έσπρωξαν τα θύματά τους προς ένα καταπράσινο λιβάδι και συνέχισαν εκεί το όργιο του πετσοκόμματος των θυμάτων τους. Τους τυράννησαν φρικτά, όπως μου διηγόντουσαν οι Αγγελοχωρίτες, και τη χαριστική βολή σ’ αυτούς έδωκε ένας Βούλγαρος στρατιώτης, που για να είναι πιο σίγουρος για το έργο του δεν αρκέσθηκε σε μια πιστολιά, αλλά κατατρύπησε το κρανίο των δύο Ποντίων.
Γυρίζοντας καταματωμένοι οι εκτελεσταί, παρέλαβον τους Πολύχρονη Κελεσίδη και Λαυρέντιο Κελεσίδη. Και οι δυο τους αρνήθηκαν στην αρχή ν’ ακολουθήσουν τους δημίους των. «Σκοτώστε μας εδώ για να δη όλο το χωριό το έγκλημά σας και να καμαρώσει τη ντροπή της συνεργασίας ΕΛΑΣιτών και Βουλγάρων». Ο Πολυχρόνης Κελεσίδης ιδίως, φωνάζοντας όσο δυνατότερα μπορούσε κάλεσε τους συγχωριανούς του να μην προσκυνήσουν σε καμμιά περίπτωση τους ΕΑΜοβουλγάρους. Επηκολούθησε άγριος ξυλοδαρμός των δύο δεσμωτών. Αυτούς δεν τους κτυποϋσαν με τα ματωμένα μαχαίρια τους, αλλά με βέργες σιδερένιες. Δυο τρεις φορές έπεσαν στο έδαφος οι κρατούμενοι. Οι ΕΛΑΣίτες και οι Βούλγαροι τους ξανασήκωσαν συνεχίζοντας τα κτυπήματά τους. Όταν ο Λαυρέντης Κελεσίδης τους κάλεσε να σταματήσουν την τυραννία τους, εκτελώντας τους όπως είχε ζητήση και ο Πολυχρόνης, οι ΕΛΑΣίτες άρχισαν να γελούν. «Έχετε ακόμη να τραβήξτε αρκετά ως ότου παραδώσετε στον Σατανά τη βρώμικη ψυχή σας».
Το μαρτύριο των δυο αυτών θυμάτων κράτησε για αρκετή ώρα. Οι δήμιοι προτιμούσαν να τελειώνουν την εκτέλεση των σκληρών αυτών Ποντίων με τα σιδερένια τους ραβδιά. Ένας ΕΛΑΣίτης που θέλησε να χρησιμοποιήση το περίστροφό του, καταληφθείς από την οργή που προκαλούσαν τα λόγια των δυό δεσμωτών, δέχθηκε την παρατήρηση του αρχηγού του, και τη συμβουλή ότι ο τρόπος που ζητούσε να εκτελέση ο ΕΛΑΣίτης τα θύματά του, θ’ αποτελούσε γι’ αυτά λυτρωμό. Και πράγματι είχε δίκαιο ο έμπειρος από εκτελέσεις και βασανισμούς αρχηγός. Ο τρόπος με τον οποίον κακουργήθηκαν οι δυό δεσμώται ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Τα τεμαχισμένα μέλη των κορμιών τους τα διεσκόρπισαν οι δήμιοι λίγο έξω από το χωριό. Κουράσθηκαν, ή για να κυριολεκτήσουμε, παιδεύτηκαν οι συγγενείς των δύο αυτών νεκρών για να συναρμολογήσουν την επομένη τα σώματα των αδικοχαμένων προσφιλών προσώπων τους.
Θα ζύγωνε η ενδέκατη νυκτερινή ώρα όταν άλλοι ΕΛΑΣίται και Βούλγαροι που δεν είχαν πάρη μέχρι τότε μέρος στις εκτελέσεις ανέλαβαν να συνοδεύσουν για ανάκριση τον Βεροιώτη εμποράκο και τον Κωνσταντίνο Διπλαρίδη. Πριν ξεκινήσουν για το τελευταίο ταξείδι που θα έκαναν οι μελλοθάνατοι, οι ΕΛΑΣίται τους συνεβούλευσαν να είναι υπάκουοι και ότι δεν είχαν τίποτε να φοβηθούν. «Γρήγορα», τους είπαν, «θα σας ξαναφέρουμε στο χωριό». Και αυτούς, όπως συνέβη με το δεύτερο ζευγάρι των σκοτωμένων, τους οδήγησαν χίλια μέτρα έξω από το χωριό και σταματώντας τους σε ένα σπαρμένο χωράφι, τους κάλεσαν ν’ απολογηθούν για τα εγκλήματα που διέπραξαν εναντίον του λαού και του ΕΑΜ.
Ο Βεροιώτης κλαίγοντας έλεγε κι επαναλάμβανε ότι είναι φτωχός βιοπαλαιστής, είναι πραγματικός δημοκράτης και ότι πολλές φορές είχε βοηθήση οικονομικά την τοπική οργάνωση του ΕΑΜ Βεροίας. «Ρωτήστε», τους είπε, «τους εκεί υπευθύνους πριν με χαλάσετε» -υποννοώντας, μην με σκοτώσετε. Οι ένοπλοι που είχαν περιβληθή από μόνοι τους τις εξουσίες των λαϊκών δικαστών, αντί άλλης απαντήσεως, άρχισαν να δέρνουν και εν συνεχεία να κτυπούν με τα γιαταγάνια τον άτυχο Βεροιώτη, που αν και μισοπεθαμένος τους εκλιπαρούσε να μάθουν γι’ αυτόν, ζητώντας πληροφορίες από το ΕΑΜ και το ΚΚΕ Βεροίας. Όλες οι εκκλήσεις του, και τα δάκρυά του που έχυσε δεν επέφεραν κανένα ευνοϊκό αποτέλεσμα γι’ αυτόν.
Οι ΕΛΑΣίτες και μαζί τους ένας Βούλγαρος στρατιώτης, αφού απετέλειωσαν το θύμα τους χτυπώντας το με τα μαχαίρια τους, απέκοψαν το κεφάλι κατά το ήμισυ από το υπόλοιπό του σώμα. Με το κεφάλι να κρέμεται και το κορμί του πετσοκομμένο από τις μαχαιριές βρήκαν οι Αγγελοχωρίτες μαζί με άλλα πτώματα των συγχωριανών τους και τον Βεροιώτη. Τον κήδεψαν κι αυτόν μαζί με τους άλλους Έλληνας που σφαγιάσθηκαν στις 21.5.1944.
Χωρίς να διακόψουν το έργο τους οι δήμιοι, έσυραν τον Διπλαρίδη, λίγα μέτρα πιο κείθε από το πτώμα του Βεροιώτη. Ίσως γιατί κουράσθηκαν από την εκτέλεση του προηγουμένου θύματος, ίσως επειδή τους πρόσμενε άλλη επιχείρησις, οι ΕΛΑΣίται επροτίμησαν να εκτελέσουν το καινούργιο θύμα τους, κάνοντας χρήσι των πιστολιών τους. Πήραν τον δρόμο του γυρισμού, βέβαιοι ότι ο Διπλαρίδης ήταν πια νεκρός. Όταν οι κάτοικοι του χωριού συνεκέντρωναν τα πτώματα των συγχωριανών τους για να τα κηδέψουν, έμειναν άναυδοι βλέποντας τον Διπλαρίδη να κινείται και με φωνή που μόλις ακουγότανε να ζητάη τη βοήθειά τους. Τον μετέφεραν αμέσως εις το Νοσοκομείο Νάουσσας και εκεί με υπεράνθρωπη βοήθεια των χειρουργών ιατρών, επέζησε.
Ύστερα από τον Διπλαρίδη, οι ερυθροί φονηάδες πήραν τους τέσσερας ακόμη από τους συγκεντρωμένους. Τον Ιωάννη Κελεσίδη και τον ανεψιό του Ευστάθιο. Αυτούς τους έδεσαν με συρμάτινο σχοινί και στη συνέχεια έδεσαν ξεχωριστά τον Ηλία Τορτοπίδη και τον Στυλιανό Παπαδόπουλο. Αυτούς, παράξενα δεν τους κτύπησαν. Τους οδήγησαν προς τον δρόμο που οδηγεί στην Κρύα Βρύση. Η συνοδεία των τεσσάρων δεσμωτών απετελείτο από οκτώ Βουλγάρους και δύο ΕΛΑΣίτες που είχαν επικεφαλής Βούλγαρο αξιωματικό. Τα γυναικόπαιδα που ήταν συγκεντρωμένα, δεν άκουσαν φωνές αγωνίας ούτε και πυροβολισμούς, πράγμα που άρχισε να τους δίνει κουράγιο, ότι ίσως οι τελευταίοι συγχωριανοί τους να είχαν αποφύγη την εκτέλεση.
Ενώ οι εκτελεσταί είχαν πάρει τα δύο τελευταία θύματά τους για να τα οδηγήσουν για «ανάκριση», η εναπομείνασα δύναμις των ΕΛΑΣιτών και των Βουλγάρων συνεκέντρωσε τα γυναικόπαιδα των προσφυγικών οικογενειών στην πλατεία του χωριού. Ένα πανδαιμόνιο από τα κλάματα των παιδιών και τις απεγνωσμένες εκκλήσεις των μανάδων τους, έσχιζε την ατμόσφαιρα… Οι επιδρομείς ρίχθηκαν με μανία εναντίον των γυναικόπαιδων. Χτύπησαν τα παιδιά χωρίς οίκτο. Τις μανάδες τους τις τσάκισαν με τα σιδερένια τους ραβδιά, ενώ τρεις απ’ αυτές τρύπησαν τα κορμιά τους με τα μαχαίρια τους. Το κακό του ξυλοδαρμού κράτησε πάνω από δύο ώρες κι ύστερα με εντολή των Βουλγάρων αξιωματικών οι επιδρομείς εγκατέλειψαν τα θύματά τους και έπαιρναν τον δρόμο που οδηγούσε προς τας εξόδους του χωριού. Οι ΕΛΑΣίτες κατευθύνοντο προς την Χαρίεσσα, και οι Βούλγαροι στρατιώτες προς την Έδεσσα. Μαζί με τους ΕΛΑΣίτες είχαν φύγει και οι πέντε μασκοφόροι.
Μόλις χάραξε, οι άνδρες του χωριού αφήκαν τις γυναίκες στην εκκλησία και οι ίδιοι έφυγαν προς τας εξόδους που είχαν πάρει την νύκτα οι ΕΛΑΣίτες οδηγώντας τα θύματά τους. Δεν πέρασε και πολύ ώρα, όταν το χωριό ολόκληρο θρηνούσε γύρω από τους νεκρούς που μετέφεραν στην πλατεία του χωριού, τα συνεργεία των ερευνητών. Συναρμολόγησαν όπως κι όπως τα οστά των νεκρών που είχαν μαζέψει μέσα σε σενδόνια και τα φόρτωσαν στα ίδια κάρρα που άλλοτε οι κρεουργημένοι χρησιμοποιούσαν για να πάνε τη σοδειά τους στις αποθήκες τους. Οι πιο ψύχραιμοι των Αγγελοχωριτών είχαν το κουράγιο να προβούν στην καταμέτρηση των κρεουργημένων. Τους έκανε εντύπωση ότι έλλειπαν τέσσερεις από τους δεσμώτες και συγκεκριμένα ανάμεσα στους κρεουργημένους που δεν βρισκόντουσαν τα σώματα του Ηλία Τορτοπίδη, του Στυλιανού Παπαδόπουλου, του Ευσταθίου Κελεσίδη και του Αναστασίου Κελεσίδη. Κι αυτούς τους είχαν πάρει δεμένους με συρματόσχοινο. Τί είχαν απογίνει; Μήπως κατόρθωσαν να δραπετεύσουν ή τους πήραν φεύγοντας οι συμμορίτες για ομήρους; Όλες αυτές οι ελπίδες των δυστυχισμένων μανάδων και γυναικών έσβησαν πολύ γρήγορα…
Κοντά στο μεσημέρι ένας χωρικός που είχε πάει πριν τρεις ημέρες στην Κρύα Βρύση, τους έφερε το μήνυμα του θανάτου. Τους είπε ότι κάπου τέσσαρα χιλιόμετρα έξω από το χωριό τους, είδε στη μέση του δρόμου τέσσαρα ακέφαλα ανθρώπινα σώματα. Ο τόπος ήταν γεμάτος αίμα που είχε ξεραθεί, και δεξιά και αριστερά του δρόμου είδε τα κεφάλια των συγχωριανών τους, που δεν είχαν βρεθεί μέχρι τότε. Συγκροτήθηκε μία πολυμελής ομάς, στην οποία μετείχαν και οι συγγενείς των Τορτοπίδη, Παπαδόπουλου και Κελεσίδη. Όταν βρέθηκαν στο σημείο που είχε υποδείξει ο συγχωριανός τους, όλοι κατελήφθησαν από αίσθημα φρίκης. Δεμένοι ο Ιωάννης Κελεσίδης και ο ανεψιός του Ευστάθιος, είχαν χτυπηθεί τουλάχιστον με τριάντα μαχαιριές ο καθένας τους. Τους είχαν κόψει τις μύτες, τ’ αυτιά και τους καρπούς των χεριών τους. Τους είχαν γυμνώσει τελείως και τα κεφάλια τους, που ήταν ριγμένα, εκατό μέτρα περίπου παρά πέρα, τα είχαν πολτοποιήση χτυπώντας με σιδερένια όργανα. Ο τρόπος που εκρεουργήθηκαν οι δύο αυτοί Έλληνες έκρυβε πρωτοφανή αγριότητα.
Ο Τορτοπίδης Ηλίας αναγνωρίσθηκε από τους δικούς του, χάρις σε δύο κρεατοεληές, που ήταν στο στήθος του. Ίδια και απαράλλαχτα με τους άλλους δύο ακρωτηριασμένους, είχε σφαγεί και αυτός με ίσες περίπου μαχαιριές. Αντί να κόψουν τα νύχια του, επροτίμησαν τα γεννητικά του όργανα. Είχαν ανοίξει την κοιλιά του σαν χειρουργοί που επεδίωκαν να αφαιρέσουν απ’ αυτήν κάποιον όγκο. Τα άντερά του, ήταν σκορπισμένα. Και το κεφάλι του πολτοποιημένο, με εξορυγμένο το ένα του μάτι. Γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο, ενεφάνιζε το «μεγαλείο» των ληστανταρτών που εφρόντισαν να του αφαιρέσουν ότι ρούχα φορούσε πριν εκτελεσθή.
Τον τελευταίο που πήραν ήταν ο Στέλιος Παπαδόπουλος. Πετσοκομμένο το κορμί του, γυμνωμένο το σώμα του, τα νύχια του βγαλμένα με τανάλια, χωρίς πόδια και χέρια, φανέρωνε το μαρτύριο που γνώρισε πριν ξεψυχήσει. Το κεφάλι του, πλέοντας σε μία μικρολίμνη αίματος, ήταν απηλλαγμένο από τη γλώσσα και τα αυτιά του. Δίπλα -σχεδόν κολλητά- με το πολτοποιημένο κεφάλι του, υπήρχε και ένα στρατσόχαρτο με την επιγραφή της εντροπής: «Ζήτω ο ΕΛΑΣ: Η νίκη είναι δική μας. Φασίστες θα πεθάνετε όλοι σας».
***
Στις 14 Ιανουαρίου 1949 το πρωί, η τοπική ηγεσία του ΚΚΕ μαζί με τον αρχηγό της Πολιτοφυλακής παρουσιάζονται στους Βλαντάν, Μπελογιάννην και Θεοχαρόπουλον και κομπάζοντες αναφέρουν ότι αι εκκαθαριστικαί επιχειρήσεις εξελίχθησαν επιτυχώς βάσει του εκπονηθέντος σχεδίου. Οι αρχηγοί του Δημοκρατικού Στρατού τους συγχαίρουν και δίδουν εντολήν να συγκεντρωθούν τα τμήματα του κομμουνιστικού στρατού και οι αιχμάλωτοι στην ίδια ακριβώς τοποθεσία από την οποία είχαν εξορμήση οι συμμορίται για την κατάληψη της Νάουσσας.
Το πρωί της 14ης Ιανουαρίου συνεκεντρώθησαν εις τας θέσεις που είχαν εξόρμηση οι αντάρτες. Μαζί μ’ αυτούς και οι εννιακόσιοι επτά όμηροι. Ανάμεσά τους ο ταγματάρχης Χρήστος Κοντώσης, ο υπομοίραρχος Λάμπρος Μιχαλόπουλος και καμμία εξήντα στρατιώτες και χωροφύλακες, οι περισσότεροι από τους οποίους τραυματισμένοι και αιμόφυρτοι είχαν συρθή στο Βέρμιο από τους δήμιούς του. Ο στρατηγός Βλαντάς, και οι ταξίαρχοι Μπελογιάννης και Θεοχαρόπουλος, δίκην θριαμβευτών, πρώτα επιθεώρησαν τα τμήματα των ΕΛΑΣιτών. Ο Βλαντάς, συνεχάρη τους λησταντάρτες για την επιτυχία τους. Εν συνεχεία, οι αρχηγοί του ΕΛΑΣ πήγαν στο σημείο όπου εκρατούντο οι εννιακόσιοι επτά όμηροι. Έφτυσαν τον Κοντώση και μίλησαν απειλητικά προς τα θύματά τους. Ιδιαίτερα σκληροί ήταν οι ηγέται του ΚΚΕ έναντι των χωροφυλάκων και των τραυματιών. Ο Μπελογιάννης δεν δίστασε να κλωτσήση δύο τραυματίες χωροφύλακες και να σκαμπιλήση τον υπομοίραρχο Μιχαλόπουλο.
Η συγκέντρωση των ορδών του ΕΛΑΣ και των ομήρων και οι λόγοι που εξεφώνησαν οι αρχηγοί του ΚΚΕ, κράτησε κοντά δύο ώρες. Αργά δε το απόγευμα και πριν νυκτώση επηκολούθησε επιθεώρηση που έγινε στην θέση Ίσβορος στο δάσος Κανέλη της Ναούσσης. Ύστερα, με πρόσταγμα του Βλαντά οι συμμορίται και οι όμηροί των, πήραν τον δρόμο προς το Καϊμακτσαλάν μέσω Μουχαρέμ Χαν. Επειδή οι αρχηγοί των συμμοριτών διεπίστωσαν ότι εκεί ευρίσκοντο στηρίγματα του στρατού, που συνεπλάκησαν με τις πρώτες ομάδες των ΕΛΑΣιτών, έδωκαν σήμα αλλαγής πορείας προς το Μεοόβουνο της Πτολεμαΐδος. Εν συνεχεία διά του κάμπου Αμυνταίου επροχώρησαν προς τον ορεινόν όγκον του Βίτσι.
Εις τον κάμπο του Αμυνταίου, η εμπροσθοφυλακή των συμμοριτών ηναγκάσθη να δώση μάχην με τα άρματα του στρατού, με απώλειες νεκρών και περισσοτέρων τραυματιών. Επωφελούμενοι της μάχης, κατώρθωσαν να διαφύγουν εξήκοντα οκτώ εκ των ομήρων. Μαθαίνοντας οι ηγέται των ΕΛΑΣιτών για την δραπέτευση των Ναουσσαίων, εδόθη αμέσως διαταγή του Μπελογιάννη και εξετελέσθη διά τουφεκισμού ο Κοντώσης Χρήστος. Στην εκτέλεση του Κοντώση προέβησαν οι συμμορίται για να σπάση το ηθικό των απαχθέντων και επειδή είχαν υπόνοια ότι ο ηρωικός ταγματάρχης οργάνωσε και κατηύθυνε την απόδραση των 68 ατόμων. Εν συνεχεία και πάλιν με διαταγή του Μπελογιάννη εσφαγιάσθησαν κατακρεουργηθέντες αγρίως ο λοχαγός Σταματόπουλος Χρήστος και ένας χωροφύλαξ. Τον πρώτο έσφαξαν σαν κατσίκι, όπως μου διηγείτο ένας ΕΛΑΣίτης, ενώ τον άλλον εξετελέσαν διά πυροβολισμού.
Η φρικτή εκτέλεσις των δύο αξιωματικών και του χωροφύλακα, εδημιούργησαν κλίμα φοβίας και όλοι οι δεσμώται πίστευαν ότι οι σκοτωμοί θα συνεχίζοντο. Όλοι αναρωτώντουσαν ποιος θα είχε σειρά για εκτέλεση. Το κακό όμως περιορίσθηκε στα τρία αυτά θύματα, και ευθύς αμέσως εδόθη εντολή να προχωρήση η φάλαγγα. Ο κύριος όγκος των συμμοριτών έχοντας εις το μέσον τους ομήρους κατηυθύνθη από το Βίτσι εις το χωρίον Μελάς. Οι μισοί των ομήρων κρατήθηκαν εκεί, ενώ οι υπόλοιποι επροχώρησαν εις Πλατύ Πρέσπας όπου υπήρχαν τα έμπεδα των ανταρτών.
Εξαντλημένοι από τις κακουχίες και με πυορροούνται τα πόδια τους από τα κρυοπαγήματα, εκλιπαρούσαν τους συμμορίτας να τους λυπηθούν και να τους αφήσουν στα χωριά αυτά να ξεκουρασθούν και να γιατρευθούν. Με διαταγή του Θεοχαρόπουλου, συνεργείο από ιατρούς ΕΛΑΣίτες, πήγε αρχικώς εις το Πλατύ Πρέσπας και εν συνεχεία εις το χωρίον Μελάς. Επιζώντες όμηροι, μου ανέφεραν ότι η στάσις των ιατρών υπήρξεν πράγματι ανθρώπινη. Κινήθηκαν για να ανακουφίσουν τους πάσχοντας, πιστοί στον όρκο του Ιπποκράτη. Αφού ξεχωρίσουν διακόσιους που υπέστησαν κρυοπαγήματα, εφροντίσαν να εισαχθούν οι όμηροι εις τα πρόχειρα νοσοκομεία και αναρρωτήρια των χωριών Βροντερού και Μικρολίμνης. Στα αναρρωτήρια αυτά υπήρχε πλήρης οργάνωσης και επικρατούσε καθαριότης. Εβδομήντα όμηροι που είχαν κρυοπαγήματα μεγαλύτερου βαθμού και που η αποσύνθεσις των πελμάτων των ποδιών τους ήταν ολοφάνερη, μεταφέρθηκαν στην Αλβανία εισαχθέντες εις τα νοσοκομεία της Κορυτσάς, όπου παρέμειναν μέχρις πλήρους αναρρώσεώς των, πλην τριών τραυματιών που με σαπισμένο ολόκληρο το σώμα τους άφησαν εκεί την τελευταία τους πνοή.
Μέχρι τέλους Φεβρουαρίου του 1949, εις το έμπεδον του Πλατέος εξεπαιδεύθησαν και έκαμαν ασκήσεις μάχης οι εκ των ομήρων δυνάμενοι να φέρουν όπλα. Οι μεγαλυτέρας ηλικίας και 22 στρατιώται οδηγήθηοαν στις 2 Μαρτίου για να φέρουν ξύλα για τα τζάκια και τα μαγειρεία των ΕΛΑΣιτών, χωρίς έκτοτε να δώσουν ίχνη ζωής. Όπως έλεγαν οι παλαιοί ΕΛΑΣίται, οι γέροι φαγώθηκαν από τους λύκους της Αλβανίας, ενώ οι 22 στρατιώται πήγαν να κάμουν συντροφιά τον ταγματάρχη Κοντώση. Έτσι άφησαν να υπονοηθή ότι δεν ζούσε κανένας από τους 27 απαχθέντας.
(«Το κατηγορώ των νεκρών της Ναούσσης κατά του Κομμουνισμού» – Δημήτριος Θεοχαρίδης)
https://www.pare-dose.net/4990?
Δημοσίευση σχολίου