Σε Έναν Κόσμο Προπαγάνδας, Η Αλήθεια Είναι Πάντα Μια Συνωμοσία
«Το Ποιο Επικίνδυνο Από Όλα Τα Ηθικά Διλήμματα Είναι Όταν, Είμαστε Υποχρεωμένοι Να Κρύβουμε Την Αλήθεια Για Να Βοηθήσουμε Την Αλήθεια Να Νικήσει»

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΜΗΧΑΝΙΚΗ


Περίοδος 1880-1922


Η μεγάλη αυτονομία των πολιτικών πρακτικών από τις κοινωνικές διεργασίες συνεχίστηκε και κατά την περίοδο που εξετάζουμε. Ταυτόχρονα, εξαιτίας κυρίως της εισαγωγής του κοινοβουλευτικού συστήματος, κάνει την εμφάνιση του στη χώρα μας ο δικομματισμός. Το τρικουπικό «Νεωτεριστικόν» κόμμα και το δηλιγιαννικό «Εθνικόν» εγκαινιάζουν το δικομματικό παιχνίδι.

Αν και άρχισαν να εμφανίζονται κάποια πρώτα στοιχεία καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, συνοδευόμενα από έναν ισχνό αστισμό και αν και στο εξωτερικό σημειωνόταν άνθηση των ταξικών συγκρούσεων, εν τούτοις τα γεγονότα αυτά δεν στάθηκαν ικανά να οδηγήσουν εδώ σε πολιτικές αντιπαραθέσεις ταξικού χαρακτήρα. Στη χώρα μας εξακολουθούσε να μεσουρανεί η κυρίαρχη ιδεολογία της Μεγάλης Ιδέας, την οποία εκμεταλλευόταν στο έπακρο το παλαιοκομματικό κατεστημένο, προκειμένου να εξασφαλίζει την ανεξαρτησία του, συνεπικουρούμενο και από τα μεγάλα δίκτυα πατρωνείας του που, όπως είδαμε, σημείωσαν έκρηξη αμέσως μετά την εισαγωγή του κοινοβουλευτικού συστήματος.

Η ύπαιθρος εξακολουθεί να εγκαταλείπεται. Η τάση φυγής, προς τα αστικά κέντρα, αυξάνει ραγδαία. Ο κόσμος συνεχίζει να μετακινείται, τόσο στο εσωτερικό, προς τις πόλεις, όσο και προς το εξωτερικό. Συγκεκριμένα, μεταξύ των ετών 1890 και 1900 έφυγαν από την ύπαιθρο 15.979 άτομα και από το 1900 έως το 1920 σημειώνεται το πρώτο μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα, με έξοδο από τη χώρα 402.000 ατόμων, κυρίως προς τις ΗΠΑ, από τα δυναμικότερα στοιχεία της περιφέρειας. Ας σημειωθεί ότι το 90% περίπου αυτών των ατόμων ήταν άνδρες, από 15 έως 44 ετών. Όπως ήταν φυσικό, αυτό είχε αποτέλεσμα να σημειωθεί στην επαρχία νέα οικονομική και πολιτιστική υποβάθμιση.

Οι προσπάθειες του Χ. Τρικούπη απέτυχαν. Επιπροσθέτως, η πτώχευση του 1893, η επιβολή του διεθνούς οικονομικού ελέγχου, το 1898, και η απογοήτευση που προκάλεσε η άδοξη ήττα του 1897 οδήγησαν τη χώρα σε αδιέξοδο. Το κοινοβουλευτικό σύστημα, που ευνοούσε τις αυθαίρετες επιλογές της ανεξάρτητης πολιτικής ηγεσίας, ήταν το βασικό αίτιο της κρίσης. Επιτακτική πρόβαλε η ανάγκη για αλλαγές σε όλα τα επίπεδα. Το πολιτικό αδιέξοδο του κοινοβουλευτισμού ανέλαβε να το «λύσει» ο στρατός με άμεση παρέμβαση στην πολιτική ζωή του τόπου.

Η προσπάθεια του Στρατιωτικού Συνδέσμου με το κίνημα στο Γουδί, το 1909, απέτυχε, κυρίως λόγω της σθεναρής αντίστασης του παλαιοκομματικού κατεστημένου, όχι από κάποια δημοκρατική ευαισθησία, αλλά από την αγωνία του για απώλεια των «κεκτημένων». 

Τελικώς, μετά την αποτυχία του αυτή, ο ίδιος ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος κάλεσε στην Ελλάδα τον ΕΒΡΑΙΟ Ελευθέριο Βενιζέλο.

Οι οξυμένες καταστάσεις απαιτούσαν ριζικές αλλαγές. Όμως, ο Ε. Βενιζέλος, παραδειγματισθείς από το προηγούμενο αποτυχημένο εγχείρημα του Χ. Τρικούπη, απέφυγε έξυπνα να αξιώσει ριζικές μεταρρυθμίσεις, γιατί γνώριζε αυτό που δεν έλαβε υπόψη του ο τελευταίος, δηλαδή ότι δεν υπήρχαν κοινωνικές δυνάμεις έτοιμες να αγωνιστούν γι' αυτές. Η κοινωνία δεν παρουσίαζε δυναμικά αστικά στοιχεία. Αντιθέτως, ήταν δέσμια της παλαιοκομματικής ολιγαρχίας μέσω των δικτύων πατρωνείας. Ο Βενιζέλος, μπροστά στον κίνδυνο της αποτυχίας, προτίμησε μια συμβιβαστική πολιτική, που θα ικανοποιούσε το θρόνο, τους στρατιωτικούς και την παλιά πολιτική ολιγαρχία.

Αν και έξυπνα ο οραματιστής ΕΒΡΑΙΟΣ πολιτικός δεν επανέλαβε το λάθος του Τρικούπη, εν τούτοις έκανε άλλο λάθος, αφού παρέβλεψε έναν άλλο παράγοντα, ότι, δηλαδή, το ίδιο το κατεστημένο σύστημα, όταν αγωνίζεσαι μέσα από αυτό και με τις μεθόδους του, στο τέλος σε φθείρει και σε αφομοιώνει.

Το σύστημα δεν διαμορφώνει μόνον κυριαρχούμενους αλλά και πολιτικούς. Έτσι, ο οραματιστής πολιτικός βρέθηκε στο τέλος δέσμιος του κατεστημένου συστήματος. Αν και στις εκλογές της 28-11-1910 επικράτησαν πλήρως οι νέοι πολιτικοί, λόγω και της αποχής των παλαιών κομμάτων από αυτές (ο Βενιζέλος διέθετε 307 βουλευτές σε σύνολο 362, το 87% των βουλευτών εκλέγονταν για πρώτη φορά και όλοι οι υπουργοί αναλάμβαναν για πρώτη φορά χαρτοφυλάκιο), εν τούτοις όταν είχαν να κάνουν με ένα κατεστημένο σύστημα που λειτουργούσε με βάση την πατρωνεία και την εκλογική πελατεία, ήταν επόμενο, προκειμένου να επιπλεύσουν στο στίβο της πολιτικής, να ακολουθήσουν την «πεπατημένη».

Η συμβιβαστική πολιτική λύση, την οποία προσπάθησε να περάσει ο Βενιζέλος, δεν άντεξε πολύ. Η χώρα οδηγήθηκε σε διχασμό. Ο κοινοβουλευτισμός αποδείχθηκε ότι ήταν ακατάλληλος για συναινετικές διαδικασίες. Η έντονη διαφωνία μεταξύ Βενιζέλου και θρόνου στα θέματα εξωτερικής πολιτικής κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν η ευκαιρία που ανέμενε η παλαιά πολιτική ολιγαρχία (η οποία στο μεταξύ είχε παραμείνει στο περιθώριο), προκειμένου να παρέμβει έντονα στα πολιτικά πράγματα. Έτσι, τάχθηκε αμέσως με το μέρος του θρόνου επιφυλάσσοντας για τον εαυτό της το ρόλο του «ειρηνιστή», τον δε Βενιζέλο, ο οποίος επιδίωκε την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας, δηλαδή της δικής της ιδεολογίας, τον χαρακτήρισε «φιλοπόλεμο». Στην πραγματικότητα, η συσπείρωση της παλιάς πολιτικής ολιγαρχίας πίσω από το θρόνο και η δημαγωγία της απέβλεπαν στην πτώση του Βενιζέλου και την ανάκτηση της χαμένης πολιτικής ισχύος.

Πίσω από την πολιτική αυτή αντιπαράθεση λάμβανε μέρος και μια άλλη αντιπαράθεση μεταξύ της ολιγαρχίας, που αγωνιζόταν για τη διατήρηση των προνομίων της και του ανερχόμενου, έστω κοινωνικά και συνειδησιακά ασχημάτιστου, αστισμού. Δηλαδή, άρχισε για πρώτη φορά να εμφανίζεται πραγματική κοινωνική αντιπαράθεση. Η σύγκρουση ήταν φυσικά ισχυρή. Οι αντεκδικήσεις ήταν σκληρές. Η κοινωνία χωρίστηκε κάθετα στα δύο και επιβαρύνθηκε με διχαστικά συμπλέγματα, που αποτέλεσαν επικίνδυνο προηγούμενο.

Το αδιέξοδο του κοινοβουλευτισμού ήλθε και πάλι, όπως και το 1909, να το «λύσει» ένα νέο στρατιωτικό κίνημα, αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή στις 11-9-1922, από τον ΠΡΟΔΟΤΗ συνταγματάρχη Ν. Πλαστήρα. Βλέπουμε ότι για μια ακόμη φορά το αδιέξοδο του κοινοβουλευτικού συστήματος το «λύνει» η επέμβαση του στρατού.

Περίοδος 1922-1935

Η περίοδος αυτή άρχισε με μια στρατιωτική εξέγερση-αποτέλεσμα της Μικρασιατικής Καταστροφής και του αδιεξόδου του κοινοβουλευτικού συστήματος- και αφού διάνυσε ένα χρονικό διάστημα με ποικίλες επαναστάσεις, τελείωσε με μια φασιστοειδή δικτατορία- αποτέλεσμα και πάλι του αδιεξόδου που έφερε η παρακμή του κοινοβουλευτισμού.

Η Μικρασιατική Καταστροφή φυσικά έδωσε τέλος και στην κυρίαρχη ιδεολογία της Μεγάλης Ιδέας. Και τα δύο αυτά γεγονότα δημιούργησαν ένα κενό, μια κρίση ταυτότητας. Τις μεθόδους και τις πρακτικές της παλιάς πολιτικής ολιγαρχίας ασπάστηκε πλήρως και η ηγετική ομάδα της βενιζελικής παράταξης. Έτσι, σχηματοποιείται μια παλαιοκομματική πολιτική ολιγαρχία με δύο κύριες πτέρυγες, ο ανταγωνισμός των οποίων από εδώ και στο εξής μοναδικό στόχο θα είχε τη με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο τρόπο κατάκτηση της εξουσίας και των προνομίων της. Η εγκατάλειψη όμως της Μεγάλης Ιδέας στερούσε τη δυνατότητα αποπροσανατολισμού του λαού, απαραίτητη προϋπόθεση για τις ανάγκες του δικομματικού παιχνιδιού.

Στην περίοδο που εξετάζουμε δημιουργήθηκε μια εκρηκτική κοινωνική πραγματικότητα.

 Στη χώρα κατέφτασαν ενάμισι εκατομμύριο περίπου εξαθλιωμένοι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη και προστέθηκαν σε πέντε εκατομμύρια περίπου αυτόχθονες. Παράλληλα, σημειώθηκε περιορισμός στο εσωτερικό της χώρας του εμπορομεσιτικού κεφαλαίου, αλλά και εισροή κεφαλαίων λόγω δανείων από το εξωτερικό. Έτσι, βρέθηκαν μαζί σε περιορισμένο χώρο η εργασία και το κεφάλαιο, δηλαδή οι δύο εκείνοι βασικοί γενεσιουργοί παράγοντες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Όπως ήταν επόμενο, μετά το 1922 παρατηρείται στη χώρα για πρώτη φορά σοβαρή ανάπτυξη καπιταλισμού και εμφάνιση στοιχείων αστικής τάξης.

Η εμφάνιση έντονων αστικών στοιχείων αλλά και η ταυτόχρονη εμφάνιση οργανωμένου ΕΒΡΑΪΚΟΥ εργατικού κινήματος φόβισαν τις δύο κύριες πτέρυγες της πολιτικής ολιγαρχίας. Η έντονη κοινωνική κινητικότητα δημιουργούσε κίνδυνο για την αυτονομία του πολιτικού στοιχείου. Έτσι, η πολιτική ολιγαρχία δεν βοήθησε όσο θα έπρεπε την οικονομική ανάπτυξη. Μια γενναία ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης την εποχή εκείνη θα είχε αποτέλεσμα να έχουμε σήμερα μια χώρα σαφώς αναπτυγμένη και οικονομικά ανεξάρτητη. Δυστυχώς, όμως, οι δύο πτέρυγες της πολιτικής ολιγαρχίας αρνήθηκαν να ασχοληθούν σε βάθος με τη νέα κοινωνική πραγματικότητα και να εμπλέξουν τα καυτά κοινωνικά προβλήματα στην πολιτική τους διαμάχη. Προτίμησαν να διατηρήσουν την αυτονομία τους για μια ακόμη φορά.

Επειδή τα κοινωνικά προβλήματα ήταν έντονα και πιεστικά, το δευτερεύον για την εποχή εκείνη ζήτημα της μορφής του πολιτεύματος, δηλαδή βασιλευομένη ή αβασίλευτη δημοκρατία, δεν «πωλούσε» και δεν μπορούσε να αναχθεί σε κυρίαρχη ιδεολογία, παρά τις εναγώνιες προσπάθειες της πολιτικής ολιγαρχίας. Η επιβίωση όμως και η αυτονομία του παλαιοκομματικού πολιτικού κατεστημένου, στους στόχους και τις πρακτικές του οποίου, όπως είδαμε, προσχώρησε πλήρως η ηγεσία της βενιζελικής παράταξης, προϋπέθεταν τον αποπροσανατολισμό του λαού από τα καθημερινά του προβλήματα. 

Αυτός ο αποπροσανατολισμός, τελικώς, επιτεύχθηκε με την επιλογή της διατήρησης του έντονου διχαστικού κλίματος μεταξύ ΕΒΡΑΙΩΝ βενιζελικών και αντιβενιζελικών, που ακολουθούσε το ασθενές ζήτημα της μορφής του πολιτεύματος. 

Σχετικό με το κλίμα αυτό είναι και το γεγονός πως από το 1923 έως το 1935 έγιναν επτά βουλευτικές εκλογικές αναμετρήσεις, με συνεχείς αλλαγές του εκλογικού συστήματος τις παραμονές των εκλογών, μία εκλογή για Γερουσία και δύο δημοψηφίσματα.

Η πολιτική ολιγαρχία με την καλλιέργεια ενσυνείδητα του έντονου διχαστικού κλίματος κατάφερε να δημιουργήσει στο λαό ομαδικά ψυχολογικά συμπλέγματα και να χωρίσει την κοινωνία σε δύο θανάσιμα αντιμαχόμενα στρατόπεδα, που δεν είχαν καμία σχέση με πραγματικά κοινωνικά συμφέροντα. 

Όταν όμως στις 7-11-1926 έγιναν εκλογές με απλή αναλογική (το ΕΒΡΑΪΚΟ Κομμουνιστικό Κόμμα για πρώτη φορά εξέλεξε δέκα βουλευτές), οι δύο πτέρυγες της πολιτικής ολιγαρχίας, προκειμένου να μην υπάρξει ακυβερνησία, που θα δημιουργούσε προβλήματα στο πολιτικό κατεστημένο, συνεργάστηκαν και σχημάτισαν «οικουμενική» κυβέρνηση υπό την προεδρία του εξωκοινοβουλευτικού Αλ. Ζαΐμη.

Το ΕΒΡΑΪΚΟ Κομμουνιστικό Κόμμα αρνήθηκε να συνεργήσει στην τεχνική της αντιπαράθεσης των δύο πτερύγων της πολιτικής ολιγαρχίας. Προτίμησε να ασχοληθεί με τα ΤΕΧΝΙΤΑ προβλήματα του εργαζόμενου λαού, εκφράζοντας τις επιδιώξεις ενός μαχητικού εργατικού κινήματος, που τότε έκανε την πρώτη αυτόνομη εμφάνιση του στα πολιτικά πράγματα της χώρας. 

Όμως, η κοινωνική αφύπνιση, οι διαφαινόμενες κοινωνικές δυναμικές και η αναπόφευκτη πλέον εμπλοκή με τα κοινωνικά προβλήματα θα κατέστρεφαν τα σχέδια της πολιτικής ολιγαρχίας.

Δεν πρέπει στο σημείο αυτό να διαφύγει την προσοχή μας ένα επιπρόσθετο στοιχείο. Συγκεκριμένα, στις 2 Ιουνίου 1927 ψηφίστηκε νέο Σύνταγμα, που καθιέρωνε, εκτός από τον κοινοβουλευτισμό (που αυτή τη φορά καθιερώθηκε και τυπικά), και το θεσμό του αιρετού Ανώτατου Άρχοντα (του Προέδρου της Δημοκρατίας). Δηλαδή, κάτι παρόμοιο με το ισχύον σήμερα Σύνταγμα. Αυτές όμως οι θεσμικές παρεμβάσεις δεν στάθηκαν ικανές να εξαλείψουν τις εγγενείς αδυναμίες του κοινοβουλευτικού συστήματος, οι οποίες, τελικώς, οδήγησαν στον εκφυλισμό του Συντάγματος το 1927, στην επάνοδο του θεσμού της μοναρχίας το 1935 και στη μετέπειτα δικτατορία του Ι. Μεταξά.

Με δέσμια την ελληνική κοινωνία, τη στιγμή μάλιστα που προσπαθούσε να δημιουργήσει ισχυρές κοινωνικές ανακατατάξεις και κοινωνικούς σχηματισμούς, η χώρα πορεύθηκε μέσα από κρίση και μέσα από κινήματα και πραξικοπήματα. Η πολιτική πρακτική, αντί να ευθυγραμμιστεί με τις κοινωνικές εξελίξεις, εννοούσε να επιμένει να εντάσσει τις μάζες στην πολιτική μέσα από τα δίκτυα πατρωνείας και εκλογικής πελατείας.

Παράλληλα, οι εκκαθαρίσεις που έγιναν στην κρατική μηχανή το 1935, ήταν επιλεγμένα τόσο βαθιές και τόσο ποιοτικά διαφορετικές από άλλες προηγούμενες, που είχαν αποτέλεσμα ο κρατικός μηχανισμός να αποκοπεί από την κοινωνία και τις αντιθέσεις της. 

Με αυτόν τον τρόπο αυτονομήθηκε και ο κρατικός μηχανισμός από το κοινωνικό σώμα και έγινε έτσι ένα εύχρηστο εργαλείο στα χέρια της αυτόνομης πολιτικής ολιγαρχίας.

Τα μεγάλα δάνεια που έφτασαν από το εξωτερικό, αντί να χρησιμοποιηθούν παραγωγικά, χορηγήθηκαν σε ημέτερους «εμπορομεσίτες», με ταυτόχρονη παραχώρηση «ειδικής προστασίας», χωρίς φυσικά ποτέ να εξοφληθούν. Τα δάνεια αυτά έσπρωξαν τη χώρα στην εξάρτηση και την υποτέλεια. Οι πτέρυγες της πολιτικής ολιγαρχίας, όχι μόνο ανέχονταν αυτή την εξάρτηση και την υποτέλεια, αλλά επιπλέον συναγωνίζονταν και μεταξύ τους για το ποια πολιτική φατρία εκφράζει καλύτερα τα ξένα συμφέροντα στην Ελλάδα. Τέτοιο ήταν το αδιέξοδο στο οποίο είχε οδηγήσει το υπεύθυνο κοινοβουλευτικό σύστημα, που η ίδια η Βουλή, με συντριπτική πλειοψηφία και με συμφωνία και των δύο τότε βασικών πτερύγων της πολιτικής ολιγαρχίας, βενιζελικών και αντιβενιζελικών, παρέδωσε την εξουσία στον Ιωάννη Μεταξά.

Περίοδος 1945-1967

Το περίεργο στη χώρα μας, αν και εύκολα εξηγήσιμο, είναι ότι ύστερα από κάποιον πόλεμο ή εμφύλια διαμάχη ή δικτατορία, ο παλαιοκομματισμός (δηλαδή η παλαιά πολιτική ολιγαρχία και οι πρακτικές της) επανέρχεται στην εξουσία. Το φαινόμενο λοιπόν αυτό παρατηρήθηκε και μετά τον τελευταίο πόλεμο.

Από τα πρώτα κιόλας μεταπολεμικά χρόνια δεν διαφαίνεται κάποια ουσιαστική μεταβολή της ελληνικής κοινωνίας σε επίπεδο δομών. Το ίδιο παρατηρείται και στον οικονομικό τομέα. Τα ίδια προβλήματα. 

Ο ρυθμός εγκατάλειψης της υπαίθρου αυξάνεται, ενώ παρατηρείται και νέα έκρηξη του τριτογενή τομέα της οικονομίας και της κατανάλωσης, σε βάρος του δευτερογενή και της παραγωγικής διαδικασίας.

Στον πολιτικό τομέα έχουμε το δεύτερο εθνικό διχασμό και το νέο εμφύλιο σπαραγμό. Μετά όμως την ήττα του κομμουνιστικού κινήματος, η παλαιοκομματική πολιτική ολιγαρχία επανήλθε στην εξουσία, προκειμένου να συνεχίσει το έργο της νομής της εξουσίας.

Στην περίοδο που εξετάζουμε δεσπόζουν και πάλι οι δύο κεντρικές πτέρυγες της παλαιοκομματικής ολιγαρχίας, τις οποίες εκπροσωπούσαν τώρα το κέντρο και η Δεξιά. 

Στον αντίποδα αυτών και μεγάλο πρόβλημα τους δεν ήταν η ΕΒΡΑΪΚΗ Αριστερά. Διότι αυτή ελεγχόταν από την ΕΒΡΑΪΚΗ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ... Και σταδιακά έσκαβε το λάκκο των Ελλήνων!...

Στο μεταξύ, υπήρχε άμεση ανάγκη μιας νέας κυρίαρχης ιδεολογίας, η οποία φυσικά θα χρησιμοποιούνταν για να αποπροσανατολίσει για μια ακόμη φορά το λαό, να του αποσπάσει την προσοχή από τα καυτά προβλήματα του και να τον μετατρέψει σε αντικείμενο εκμετάλλευσης στη διαμάχη των φατριών και των προσωπικών φιλοδοξιών για τη νομή της εξουσίας.

Η ιδεολογία βρέθηκε. Οι νωπές μνήμες του Εμφυλίου ΜΕ ΤΙΣ ΣΦΑΓΕΣ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ ΣΕ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ, και τα εμφυλιοπολεμικά συμπλέγματα έδωσαν τη λύση στο πρόβλημα που απασχολούσε την πολιτική ολιγαρχία. 

Ο «εσωτερικός εχθρός» ήταν το «δύσκολο» έργο που αναλάμβανε η τελευταία να λύσει. Ο αντικομμουνισμός ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΙΔΙΟΥΣ ΤΟΥΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ και αναγορεύτηκε σε κυρίαρχη ιδεολογία και επεκτάθηκε σε όλη την κοινωνική κλίμακα. Οι πολίτες είχαν πατριωτικό καθήκον να συμπαρασταθούν στο «βαρύ φορτίο» που αναλάμβανε η πολιτική ηγεσία του τόπου.

Ο λαός, όπως ήταν επόμενο, αποπροσανατολίστηκε για μια ακόμη φορά. Η παλαιοκομματική ολιγαρχία συνέχισε το αυτόνομο έργο νομής τής κοινωνίας, μακριά από τα προβλήματα του λαού. Η εγκατάλειψη της επαρχίας συνεχίζεται. Ακολουθεί νέα αύξηση της αστυφιλίας και ταυτόχρονα σημειώνεται το δεύτερο μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα. Μεταξύ των ετών 1954-1964 φεύγουν 273.147 μετανάστες προς Δ. Ευρώπη και μεταξύ των ετών 1946-1963 φεύγουν 236.400 μετανάστες προς ΗΠΑ.

Μεταπολεμικά, σημειώθηκε σε όλη τη Δ. Ευρώπη, κάτω από την πίεση των εργατικών διεκδικήσεων, μια νέα εξέλιξη, ο κεϋνσιανισμός. Η θεωρία του Κέυνς ενθάρρυνε τον κρατικό παρεμβατισμό, τόσο προς την κατεύθυνση της αναδιανομής του εισοδήματος μέσω της φορολογίας όσο και προς την κατεύθυνση της δημιουργίας μεγάλων δημόσιων φορέων και επιχειρήσεων για την παροχή υπηρεσιών στο κοινωνικό σύνολο. Επίσης, η θεωρία αυτή συνηγορούσε υπέρ της ανάληψης από το κράτος ορισμένων κρίσιμων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, καθώς και υπέρ της θεσμοθέτησης κανόνων για τη λειτουργία της αγοράς.

Η πολιτική ολιγαρχία, που ήδη έλεγχε τον κρατικό μηχανισμό, αντιλήφθηκε αμέσως πως η κεϋνσιανή θεωρία εξυπηρετούσε άμεσα τα σχέδια της. Συγκεκριμένα, η αύξηση του κρατικού παρεμβατισμού αφ' ενός θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μηχανισμός καθυπόταξης και χειραγώγησης των ζωντανών κοινωνικών δυνάμεων και επομένως ανεξαρτησίας του πολιτικού στοιχείου και διαιώνισης της παραμονής στην εξουσία, αφ' ετέρου θα μείωνε την επαναστατικότητα των εξαθλιωμένων λαϊκών στρωμάτων μέσω παροχών και «τακτοποίησης» στο Δημόσιο. ΟΛΟΙ ΟΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ ΕΒΡΑΙΟΙ ΔΙΟΡΙΣΤΗΚΑΝ ΣΕ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ... ΜΕ 150 ΑΡΓΙΕΣ ΤΟ ΧΡΟΝΟ!...

Υπέρ της αύξησης όμως του κρατικού παρεμβατισμού τάχθηκε, και η ΕΒΡΑΪΚΗ Αριστερά, αφού μέσω αυτού προσδοκούσε μια οικονομική μετάβαση προς το ΠΛΟΥΤΙΣΜΟ. Έτσι παρατηρείται μια σιωπηρή συναίνεση μεταξύ όλων των πολιτικών δυνάμεων σε ό,τι αφορά την αύξηση του κράτους. 

Στην πραγματικότητα όμως το μεγάλο κράτος  υπήρξε μία κατάκτηση-ΝΙΚΗ της ΕΒΡΑΪΚΗΣ εργατικής ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗΣ τάξης. 

Το όραμα που προβαλλόταν ήταν το «κράτος-πρόνοια». Ο απώτερος όμως στόχος του παλαιοκομματικού κατεστημένου ήταν η απονεύρωση των ατόμων μέσω της καλλιέργειας της ψυχολογίας αναζήτησης «βοήθειας» του κράτους, έτσι ώστε στο τέλος να οδηγηθούν τα άτομα να τα αναμένουν όλα από το κράτος και τους επαγγελματίες της πολιτικής.

Όπως ήταν επόμενο, η εφαρμογή της θεωρίας του κρατικού παρεμβατισμού στη χώρα μας οδήγησε σε παραπέρα ανεξαρτησία της πολιτικής ολιγαρχίας, σε νέα ανάπτυξη των δικτύων πατρωνείας και σε συντήρηση του κοινωνικού σώματος σε κατάσταση ραγιαδισμού.

Το κοινοβουλευτικό σύστημα αποδείχτηκε φυσικά για μια ακόμη φορά ανίκανο να προσδέσει τις πολιτικές επιλογές στις κοινωνικές εξελίξεις. Το νέο αδιέξοδο του κοινοβουλευτικού εξουσιαστικού συστήματος, για να επιβεβαιωθεί και αυτή τη φορά ο κανόνας, επισφραγίστηκε με το πραξικόπημα της 21-4-1967.

Περίοδος 1974 σήμερα

Μετά την πτώση της δικτατορίας, το 1974, ήταν η πιο κατάλληλη στιγμή για σημαντικές αλλαγές στην πολιτική ζωή της χώρας. Δυστυχώς όμως και πάλι -επαληθεύοντας τον κανόνα- ο παλαιοκομματισμός, η παλιά πολιτική ολιγαρχία και πλέον η ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΕΒΡΑΪΚΗ ΟΛΙΓΑΡΧΙΑ και το κοινοβουλευτικό σύστημα, που είχαν οδηγήσει στην κρίση προδικτατορικά, επανήλθαν και θεσμοθετήθηκαν στο Σύνταγμα του 1975, για να οδηγήσουν φυσικά στο σημερινό κοινωνικοπολιτικό αδιέξοδο και τη χώρα στη χρεοκοπία.

Στην εξουσία επανήλθαν τα ίδια πρόσωπα (ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΔΕΞΙΑΣ) της προδικτατορικής πολιτικής ολιγαρχίας με τις ίδιες νοοτροπίες και τις ίδιες πρακτικές. Το Σύνταγμα του 1975 που αναθεωρημένο ισχύει μέχρι σήμερα, δεν έκανε τίποτε άλλο, στην ουσία, σε σχέση με το Σύνταγμα του 1952, από το να αλλάξει το θεσμό του μονάρχη (που έτσι κι' αλλιώς έπρεπε να καταργηθεί) με το θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας. Όμως ο θεσμός αυτός, έτσι όπως ισχύει είναι είναι άνευ ουσιαστικού περιεχομένου, ο δε εκάστοτε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, στην πραγματικότητα, είναι ο εκλεκτός του πρωθυπουργού. Μετά την κατάρρευση της δικτατορίας δόθηκε χρυσή ευκαιρία να γίνουν βαθιές θεσμικές τομές για μετατόπιση της εξουσίας προς το λαό. Δυστυχώς όμως οι εκπρόσωποι της παλαιάς πολιτικής ολιγαρχίας θέσπισαν ένα Σύνταγμα που εξυπηρετούσε και εξυπηρετεί προσωπικές πολιτικές επιβιώσεις και αυτονόμηση του πολιτικού στοιχείου.

Αυτή τη φορά το ΕΒΡΑΪΚΟ ΚΚΕ νομιμοποιήθηκε κι έγινε δεκτό στο κοινοβουλευτικό «παιχνίδι». Η πολιτική ολιγαρχία σκέφτηκε έξυπνα να εμπλέξει το αριστερό κίνημα στη φθορά του παλαιοκομματικού κατεστημένου, να το απομυθοποιήσει και να καταστήσει τα ηγετικά στελέχη του μέλη της κατ' επάγγελμα πολιτικής ελίτ του τόπου, όπως και τελικώς έγινε. Έτσι γεννήθηκε η ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΟΛΙΓΑΡΧΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, που μας έφτασε στην ΧΡΕΩΚΟΠΙΑ!... 

Η πολιτική ολιγαρχία, όμως, έπρεπε να βρει τρόπο να αποπροσανατολίζει το λαό, να μείνει για μια ακόμη φορά ανεξάρτητη από τις κοινωνικές εξελίξεις και, αν μπορούσε μάλιστα, να τις καθοδηγεί. Έπρεπε να βρεθεί μια τέτοια ιδεολογία που να ήταν αποδεκτή από όλους τους χώρους και παράλληλα ικανή να δημιουργήσει ένα αποπροσανατολιστικό έδαφος, πάνω στο οποίο θα μπορούσε να αναπτυχθεί ένα κλίμα τεχνητής αντιπαράθεσης.

Η λύση βρέθηκε. Ο εκσυγχρονισμός. Ο εκσυγχρονισμός έγινε γρήγορα και αποτέλεσε, μέχρι την πτώση του ΠΑΣΟΚ το 2004, την κυρίαρχη ιδεολογία. Ο πολίτης είχε πλέον πατριωτικό «καθήκον» να συμπαρασταθεί στο «δύσκολο» έργο του εκσυγχρονισμού, που ανέλαβε και πάλι φυσικά η παλαιοκομματική ηγεσία με τους κομμουνιστές εβραίους, του τόπου, για το κοινό καλό. Όλες οι πτέρυγες της παλαιοκομματικής ολιγαρχίας «αγωνιούσαν» για την πορεία του εκσυγχρονισμού. Όλο το κατεστημένο κινδυνολογούσε πως ο μη εκσυγχρονισμός θα σήμανε κίνδυνο για το «δημοκρατικό» μας πολίτευμα. Όλα τα κόμματα, πίσω από μια καλά προσχεδιασμένη αντιπαράθεση, «αγωνίζονταν» να πείσουν το λαό, το καθένα για δικό του πολιτικό όφελος, πως εκείνο μόνο κατέχει τη σωστή λύση για τον εκσυγχρονισμό. Όπως ακριβώς είχε συμβεί με τη Μεγάλη Ιδέα και τις άλλες ιδεολογίες που αποπροσανατόλιζαν.

Όμως, η ιδεολογία του εκσυγχρονισμού ήταν καθαρά μια ιδεολογία συντήρησης. Η ιδεολογία αυτή δεν απέρριψε τίποτε από το παρελθόν. Απλώς προσπάθησε με διάφορες μικρομεταβολές να καταστήσει το παρελθόν σύγχρονο. Δηλαδή, το παλαιοκομματικό κομμουνιστικό εβραϊκό κατεστημένο, όχι μόνο δεν αρνήθηκε το παρελθόν του, αντιθέτως, προσπάθησε, με διάφορους νεωτερισμούς και αναπαλαιώσεις, να μετατρέψει το «αμαρτωλό» Χθες σε Αύριο της ζωής μας. 

Το μεγάλο σκάνδαλο του χρηματιστηρίου που κατέστησε κάποιους ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ πλουσιότερους και πολλούς Έλληνες φτωχότερους ήταν στην ουσία η υλοποίηση του εκσυγχρονισμού.

Η Νέα Δημοκρατία ανέλαβε την εξουσία το 2004 προσπαθώντας να επιβάλει νέα κυρίαρχη ιδεολογία αυτή της "επανίδρυσης του κράτους" και αφού έπειτα από τρεισήμισι χρόνια στην εξουσία δεν επανίδρυσε κανένα κράτος, το γύρισε στο ασαφές και επιδεχόμενο πολλών ερμηνειών "μεταρρύθμιση". Το ΠΑΣΟΚ από το άλλο μέρος θέλοντας και αυτό να παρουσιαστεί σαν κάτι άλλο από αυτό που είναι πρότεινε την "νέα αλλαγή". Στις εκλογές της 16-9-2004 δεν έχασε η "νέα αλλαγή" ούτε κέρδισε η "μεταρρύθμιση" που κανείς, ούτε οι εμπνευστές τους, δεν μπορούν να εξηγήσουν τι σημαίνουν, απλά ένα μέρος των ψηφοφόρων πιέστηκε από το δίλημμα της ακυβερνησίας και με λίγες χιλιάδες μόνο ψήφους διέσωσε το υπεύθυνο πολιτικό σύστημα. Αλήθεια προς χάριν τίνος; Είναι μαθηματικά βέβαιο ότι το πολιτικό κατεστημένο θα αλλάξει τον εκλογικό νόμο προς την κατεύθυνση πιο ενισχυμένης αναλογικής για να αποφευχθεί ο κίνδυνος κατάρρευσής του και διατήρησης του διπολικού αυτονομημένου πολιτικού παιχνιδιού.

Θα πρέπει να γνωρίζει η Νέα Δημοκρατία ότι μεταρρύθμιση δεν σημαίνει ότι "βγάζω τον εαυτό μου απ' έξω και θέλω να μεταρρυθμίσω εσάς" αλλά ότι μεταρρύθμιση σημαίνει θέσπιση κανόνων που διαλύουν το αυτονομημένο πολιτικό κατεστημένο και υποτάσσουν την πολιτική και τους πολιτικούς στις κοινωνικές ανάγκες. Θα πρέπει να θυμηθούμε ότι μεταρρυθμίσεις έκανε και ο Κλεισθένης, όμως εκείνες οι μεταρρυθμίσεις έφεραν τη δημοκρατία στην αρχαία Αθήνα. Μήπως αυτού του εύρους μεταρρυθμίσεις που πάνε βαθιά, σκέφτεται και η Νέα Δημοκρατία; Όχι βέβαια.

Η απειλή λοιπόν της οικονομικής κατάρρευσης, σε όλο το μεταπολιτευτικό κύκλο, ενισχύει ολοένα και περισσότερο το ρόλο της πολιτικής ολιγαρχίας. Η μόνη υπεύθυνη για την οικονομική κρίση παλαιοκομματική και κομμουνιστική ηγεσία ανέλαβε στα μεταπολιτευτικά χρόνια και μέχρι σήμερα η ίδια και το έργο της «εξόδου» από την κρίση. Μέσω των θεωριών των διαφόρων «τούνελ» και της «αναγκαίας» λιτότητας, στην πραγματικότητα καταπιέζει την κοινωνία και οδηγεί στην εξαθλίωση τα ασθενέστερα στρώματα του λαού. Στρατηγικός όμως στόχος είναι η διαιώνιση της κατεστημένης πολιτικής ολιγαρχίας και της ανεξαρτησίας της, καθόσον είναι πλέον υπαρκτός αυτή τη φορά ο κίνδυνος κατάρρευσης της.

Πολλοί ήταν εκείνοι που, έπειτα από δυο συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις τον Ιούνιο και το Νοέμβριο του 1989 και αποτυχίας σχηματισμού βιώσιμης κυβέρνησης, μίλησαν για «δεινόσαυρους» της πολιτικής, για υπέργηρους, για παλαιοκομματισμό και άλλα και κόπασαν μετά τις εκλογές της 8-4-1990, οι οποίες «διέσωσαν» το δικομματισμό αφού και οι ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ ΕΒΡΑΙΟΙ ΣΥΜΜΕΤΗΧΑΝ ΣΤΙΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ και στήριζαν τους ΕΒΡΑΙΟΥΣ ΟΛΙΓΑΡΧΕΣ - όπως ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΚΟΚΚΑΛΗΣ, ΒΑΡΔΙΝΟΓΙΑΝΝΗΣ και πολλοί άλλοι.

Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί το γεγονός πως, μετά τη δικτατορία, η Αριστερά έγινε ένα καθαρά αστικό-ΠΛΟΥΤΟΚΡΑΤΙΚΟ κοινοβουλευτικό κόμμα. Προσχώρησε στην κυρίαρχη ιδεολογία του εκσυγχρονισμού και «αγωνίσθηκε» μέσα από το ίδιο το κατεστημένο παλαιοκομματικό σύστημα για τη διατήρηση αυτού (του παλαιοκομματικού συστήματος, δηλαδή) και την προώθηση της δικής της πολιτικής ελίτ σε θέσεις νομής της εξουσίας.

Οι συμφωνίες, τόσο τον Ιούνιο του 1989 μεταξύ ΕΒΡΑΪΚΗΣ Αριστεράς και Δεξιάς(!!!) όσο και το Νοέμβριο, του ίδιου έτους, μεταξύ των τριών «αστικών» πλέον κομμάτων, αποτελούν «προδοσίες» της ελληνικής κοινωνίας από την παλαιοκομματική πολιτική ολιγαρχία, προκειμένου η τελευταία να διατηρήσει την αυτονομία της και να μην εμπλακεί σε κοινωνικές συγκρούσεις που θα την έριχναν ή θα την καθοδηγούσαν.

Η «κάθαρση» πήγε προς στιγμή να ξεφύγει από τον έλεγχο και να γίνει συστατικό στοιχείο της ιδεολογίας του εκσυγχρονισμού, αλλά εγκαταλείφθηκε γρήγορα, γιατί αφύπνιζε την κοινωνία κι έβαζε βόμβα από μέσα στα θεμέλια του παλαιοκομματικού κατεστημένου, γεγονός το οποίο δεν συνέφερε.

Αυτός ο τόπος δεν χρειάζεται ανανέωση, όπως την εννοεί το παλαιοκομματικό κατεστημένο, που στην ουσία καταντά αναπαλαίωση.

Από μόνες τους οι διορθωτικές παρεμβάσεις που υποδηλώνουν διαχείριση της κρίσης και από μόνη της η ανανέωση προσώπων δεν αρκούν. Αυτό που συνέβη με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ, το 1981, είχε το όμοιο του στην περίπτωση της ανόδου του Ε. Βενιζέλου, το 1910. 

Και τότε και τώρα νέα πρόσωπα, νέοι βουλευτές, νέοι υπουργοί. Είχαν όμως το ίδιο αποτέλεσμα και την ίδια κατάληξη. Το σύστημα τους διέφθειρε και τους αφομοίωσε.

Είναι λάθος να περιμένουμε τη λύση μόνο από τα πρόσωπα, τα οποία στις περισσότερες περιπτώσεις επιλέγονται από το ίδιο το σύστημα που καλούνται να υπηρετήσουν (οι αμφισβητίες απορρίπτονται). Λάθος να νομίζουμε πως από μόνη της η αλλαγή των ηγεσιών θα λύσει το πρόβλημα. Η λύση είναι μία και δεν αποτολμήθηκε ποτέ μέχρι τώρα στη μεταπελευθερωμένη Ελλάδα. Κατάργηση του εισαχθέντος και ξένου με την ελληνική κοινωνική πραγματικότητα ισχύοντος θεσμικού πλαισίου και αντικατάσταση του με ένα άλλο αποκεντρωτικό θεσμικό σύστημα, στα μέτρα της σημερινής πραγματικότητας.

Σε ό,τι αφορά τον οικονομικό τομέα, μετά τη δικτατορία δεν μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι υπήρξε αισθητή ανάπτυξη της βιομηχανίας. Αντιθέτως, σημειώθηκε ανάπτυξη του μεγέθους του κράτους, που στις ημέρες του ΠΑΣΟΚ έφτασε στο ανώτατο σημείο από δημιουργίας του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Επιπλέον, η αστυφιλία και το πέρασμα από τον πρωτογενή τομέα της οικονομίας κατευθείαν στον τριτογενή συνεχίστηκαν. Η συνακόλουθη αύξηση της κατανάλωσης σε σχέση με το εθνικό προϊόν οδήγησε σε μόνιμη ασθένεια την οικονομία. 

Τα κρατικά ελλείμματα οξύνθηκαν και ο υπέρμετρος εξωτερικός δανεισμός έθεσε τη χώρα και το λαό σε νέα εξάρτηση από τα ξένα κέντρα λήψης αποφάσεων.

Τα κοινωνικο-πολιτικά αποτελέσματα του εκσυγχρονισμού είναι πλέον ορατά: Η ομοιομορφοποίηση, ο ισοπεδωτισμός, η απομόνωση και η αποδυνάμωση του ατόμου, το οποίο συνωστίζεται μέσα στους προθαλάμους των πολιτικών γραφείων για επίλυση μικροπροβλημάτων του.

Στο σημείο αυτό είναι άξιο να παρατηρηθεί πως η Νέα Δημοκρατία στα έτη 1974-1981 λειτούργησε με βάση το παλαιό καθεστώς των προσωπικών κατά κύριο λόγο δικτύων πατρωνείας και εκλογικής πελατείας, ενώ το ΠΑΣΟΚ, στα έτη 1981-1989, εισήγαγε ένα νέο τρόπο ένταξης των μαζών στην πολιτική. Παράλληλα με τα ισχνά στην αρχή προσωπικά δίκτυα πατρωνείας, αφού οι περισσότεροι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ ήταν καινούριοι και δεν διέθεταν δικά τους, ανέπτυξε την κρατικοκομματική πατρωνεία. 

Κομματικοποίησε με την συμμετοχή ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ τον κρατικό μηχανισμό και το ρουσφέτι γινόταν πλέον κυρίως μέσα από το κόμμα. Αυτό τουλάχιστον συνέβη κατά την πρώτη τετραετία της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, γιατί στη συνέχεια το ίδιο το σύστημα διαφθοράς επέβαλε και στους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, κάτω από την πίεση της ανάγκης για επανεκλογή, να δημιουργήσουν και αυτοί προσωπικά δίκτυα πατρωνείας και εκλογικής πελατείας.

Τα περισσότερα άτομα, στη συνέχεια, που αγωνίστηκαν για να ανεβεί η Ν.Δ. στην εξουσία, το 1990 πίστεψαν ότι θα κάνει ό,τι το ΠΑΣΟΚ στην αρχή και έτσι θα αντάλλασσαν τις αγωνιστικές τους περγαμηνές με ένα ρουσφέτι. Όμως, πλανήθηκαν. Η ηγετική ολιγαρχία της Ν.Δ., πιστή στις «παραδόσεις», παραμέρισε το κόμμα που την ανέβασε στην εξουσία και επιδόθηκε στο ρουσφέτι μέσω προσωπικών γνωριμιών ή εξόφλησης λογαριασμών ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΕΦΕΡΑΝ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ.

Είναι γνωστό πως τα δίκτυα πατρωνείας, με την παλαιά τους μορφή, δεν μπορούν να λειτουργήσουν στις πόλεις όπως λειτουργούν στα χωριά, όπου μπορούν και ελέγχονται οι πολιτικές πεποιθήσεις. Επί ημερών του ΠΑΣΟΚ, ο έλεγχος των πολιτικών φρονημάτων στα χωριά επιτεύχθηκε και με έναν άλλο πιο απροκάλυπτο, αλλά «αποτελεσματικό» για την επιβίωση του δικομματισμού τρόπο. Με τα «μπλε» - «πράσινα» και (κόκκινα) καφενεία.

Στις πόλεις το ρόλο των δικτύων πατρωνείας τον αναλαμβάνουν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις. Γι' αυτό και το ρουσφέτι στις πόλεις κινείται, κυρίως, μέσα από το συνδικαλισμό. Με τον τρόπο αυτό και το συνδικαλιστικό κίνημα κρατείται δέσμιο και η κοινωνία στη συνέχεια απονευρώνεται με μοχλό το ίδιο το συνδικαλιστικό κίνημα. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις στη χώρα μας, εκτός από χώροι ρουσφετιού, χρησιμεύουν και ως σκαλοπάτι για πολιτική άνοδο, αφού πρώτα ο μέλλων πολιτικός έχει κυριολεκτικά «πουληθεί» πλήρως στην πολιτική ολιγαρχία, έχει ελεγχθεί για την υποταγή του σ' αυτήν και έχει κατ' επανάληψη «προδώσει» το κοινωνικό σύνολο, ακόμη και τους ίδιους τους συναδέλφους του.

Καμία πολιτική δεν μπορεί να επιτύχει όσο διατηρείται αυτό το θεσμικό σύστημα, που εξασφαλίζει ανεξαρτησία της πολιτικής ολιγαρχίας από τις κοινωνικές εξελίξεις, τον κοινωνικό φόβο και τον κοινωνικό έλεγχο. Η αποτυχία του ΠΑΣΟΚ δεν δικαιώνει την αποτυχία της Νέας Δημοκρατίας.

Η κρίση είναι βαθιά, είναι κρίση θεσμών, κρίση πολιτικοκοινωνική. Οι διαχειριστές της κρίσης σήμερα μπορεί να διατηρούν ακόμη την αυτονομία τους εξαπατώντας το κοινωνικό σώμα, αλλά η όλη ατμόσφαιρα είναι ήδη πολύ βαριά. Η χώρα μας, δυστυχώς, για μια ακόμη φορά έφτασε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και όχι μόνο στον οικονομικό τομέα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υπεύθυνο γι' αυτήν την κατάσταση είναι το ακατάλληλο για τη χώρα μας το ΕΒΡΑΪΚΟ πολιτικό σύστημα.

Το τελικό συμπέρασμα από αυτή την ιστορική αναδρομή είναι ότι στη χώρα μας το ΕΒΡΑΪΚΟ πολιτικό στοιχείο είναι υπερβολικά αυτονομημένο και στεγανό και ποδηγετεί, με τη βοήθεια και του κράτους, την ελληνική κοινωνία πάνω στους δικούς του δρόμους.


Post a Comment