Σε Έναν Κόσμο Προπαγάνδας, Η Αλήθεια Είναι Πάντα Μια Συνωμοσία
«Το Ποιο Επικίνδυνο Από Όλα Τα Ηθικά Διλήμματα Είναι Όταν, Είμαστε Υποχρεωμένοι Να Κρύβουμε Την Αλήθεια Για Να Βοηθήσουμε Την Αλήθεια Να Νικήσει»

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΜΗΧΑΝΙΚΗ


Πρώτη εικόνα


Η μελέτη της νεότερης Ιστορίας μας στις πραγματικές της βάσεις αποκαλύπτει μια ζοφερή εικόνα του πρόσφατου παρελθόντος αυτού του λαού και αυτού του τόπου και προδικάζει με μαθηματική ακρίβεια ένα ισάξιο μέλλον.

Όσες φορές και σε όποιες πηγές και αν ανατρέξει κάποιος που επιθυμεί να μελετήσει τη νεότερη Ιστορία μας, με καθαρό μυαλό, μακριά από συμπλέγματα και προκαταλήψεις, καταλήγει στο ίδιο πάντοτε αποθαρρυντικό συμπέρασμα. Αμέσως μετά την απελευθέρωση, μια ιδιόμορφη πολιτική ολιγαρχία, ανανεούμενη έκτοτε με τους δικούς της κανόνες και με τη βοήθεια ενός εισαχθέντος και ξένου προς την τότε κοινωνική μας πραγματικότητα εξουσιαστικού συστήματος, πήρε στα χέρια της τα ηνία της πολιτικής εξουσίας και με τη χρήση της τεράστιας γραφειοκρατικής μηχανής, την οποία η ίδια δημιούργησε, κρατά από τότε και μέχρι σήμερα δέσμια και καθοδηγούμενη την ελληνική κοινωνία, προς εξυπηρέτηση των ποικίλων συμφερόντων που τη συνέχουν και τη στηρίζουν.

Στο πέρασμα του χρόνου άλλαξε μεθόδους, όχι όμως και το βασικό της στόχο. Όπως πολύ σωστά έχει ειπωθεί, δεν έγινε και δεν γίνεται φυσικά ακόμη και σήμερα καμία προσπάθεια από το παλαιοκομματικό κατεστημένο για να πραγματωθεί η ιδέα της δημοκρατίας. Αντιθέτως, όλες οι προσπάθειες απέβλεπαν και αποβλέπουν ακριβώς στο να αποκλείσουν τη δημοκρατία από την εξουσία, να κρατήσουν το άτομο στο περιθώριο, μακριά από τα κέντρα λήψης των αποφάσεων, χωρίς τις εξουσίες που του αναγνωρίζει η δημοκρατία, αδύναμο και ανήμπορο να χαράξει την πορεία της ζωής του.

Έτσι, και με τη βοήθεια του ακατάλληλου και επιζήμιου για τη χώρα μας ισχύοντος πολιτικού συστήματος, έχει δημιουργηθεί ένα τεράστιο συγκεντρωτικό γραφειοκρατικό οικοδόμημα, που πνίγει τις ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας, την οποία και οδηγεί στην εξαθλίωση, την υποταγή και το μαρασμό.

Πολλοί παράγοντες έχουν συμβάλει προς αυτή την κατεύθυνση. Ο κυριότερος όμως παράγοντας είναι ότι, για πολλούς λόγους, δεν εκδηλώθηκαν στην ελληνική κοινωνία, μετά την απελευθέρωση, εκείνες οι κοινωνικές συγκρούσεις και ανακατατάξεις που θα σχηματοποιούσαν τη δική τους πολιτική έκφραση, όπως συνέβη στη Δυτική Ευρώπη. Αντί της εμφάνισης και της ανόδου μιας γνήσιας αστικής τάξης, δημιουργήθηκε στη χώρα μας αυτή η ιδιόμορφη ολιγαρχία, η οποία απέκτησε και τον πλήρη έλεγχο της πολιτικής και με τη βοήθεια του κρατικού μηχανισμού επέβαλε τη θέληση της στην ελληνική κοινωνία. Το κράτος εμφάνισε μια υπερανάπτυξη σε όλους τους μηχανισμούς αναγκαστικής επιβολής και έγινε ο ρυθμιστής της ζωής μας, παρουσιάζοντας μια μεγάλη ανεξαρτητοποίηση από το κοινωνικό σώμα.

Κύριος όμως στόχος του πολιτικού κατεστημένου ήταν και δυστυχώς εξακολουθεί να είναι- η διατήρηση της αυτονομίας του απέναντι στο κοινωνικό σώμα. Για να επιτευχθεί αυτό θα πρέπει η κοινωνία μας να συντηρείται σε μια κατάσταση αδράνειας και υποτονικότητας μακριά, δηλαδή, από κοινωνική αφύπνιση και κοινωνικές ανακατατάξεις. Παράλληλα, όσο και αν αυτό ηχεί περίεργα, γίνεται μια προσπάθεια να «κοπούν» τα ανήσυχα πνεύματα και να προωθηθούν όσοι είναι «συνεργάσιμοι» και υπάκουοι.

Έχει διατυπωθεί η άποψη πως αυτό το κατεστημένο σύστημα καταστέλλει την προσωπικότητα και κατ' επέκταση, υποθάλπει την ημιμάθεια και τη μετριότητα.

Ήδη από τα πιο πάνω συνάγεται ένα γενικό συμπέρασμα. Στη χώρα μας εισήχθη το κοινοβουλευτικό σύστημα, ένα καθαρά αστικό θεσμικό σύστημα, το οποίο εφαρμόστηκε σε μια κοινωνία που δεν ήταν αστική. Έχουμε δηλαδή μια νόθα κατάσταση. Αυτοί οι θεσμικοί κανόνες δεν μπόρεσαν, όπως ήταν επόμενο, να προσαρμοστούν στο ελληνικό κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον, με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται συνεχώς μια ισχυρή θεσμική αστάθεια.

Στη νεότερη Ιστορία μας ίσχυσαν συνολικά 13 Συντάγματα, αρκετές συντακτικές πράξεις και πληθώρα ψηφισμάτων. Ήδη και το ισχύον Σύνταγμα έχει υποστεί μία πληθώρα αναθεωρήσεων, όχι πάντα προς τη σωστή κατεύθυνση. Έτσι, τη θέση της ανύπαρκτης αστικής τάξης, μέσα στο νεοεισαχθέν θεσμικό πλαίσιο, κατέλαβε η ιδιότυπη ολιγαρχία, στην οποία αναφερθήκαμε και η οποία στη συνέχεια χρησιμοποίησε το θεσμικό αυτό καθεστώς, με τη βοήθεια και των απέραντων δικτύων πατρωνείας και εκλογικής πελατείας, που η ίδια δημιούργησε, για την εξυπηρέτηση προσωπικών φιλοδοξιών των μελών της και των διαφόρων πίσω από αυτά συμφερόντων.

+++++++++++++++++++++++++++++++++++

Περίοδος 1821-1880

Σε μια υγιή κοινωνικοπολιτική ζωή το πολιτικό στοιχείο καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό, αν και όχι απολύτως μονοσήμαντα, από την κοινωνική δυναμική, η οποία, με τη σειρά της, είναι αποτέλεσμα ποικίλων παραγόντων. Υπάρχουν όμως περίοδοι μικρές ή μεγάλες στην ιστορία μιας κοινωνίας που για διάφορους λόγους αυξάνεται αντιθέτως η αυτονομία του πολιτικού στοιχείου απέναντι στο κοινωνικό σώμα. Στην περίπτωση αυτή η πολιτική ελίτ δεν διαθέτει τα αντίστοιχα κοινωνικά ερείσματα ούτε παρακολουθεί τις κοινωνικές ζυμώσεις, γεγονός που θα αποτελούσε αναμφισβήτητα μια υγιή κατάσταση, αλλά κινείται αυτόνομα. Είναι φυσικό αυτή η αυτόνομη ελίτ να προσπαθεί με κάθε μέσο να διατηρηθεί στην εξουσία. Το βασικότερο μέσο που χρησιμοποιεί για την επίτευξη του σκοπού της είναι οι κρατικοί μηχανισμοί, με τη βοήθεια των οποίων προσπαθεί να διατηρεί υπό τον έλεγχο της την κοινωνία για να προλαβαίνει διαδικασίες ανατροπής της.

Αυτή, φυσικά, είναι μια αρρωστημένη κατάσταση, καθόσον οδηγεί σε υποτονικότητα και υπολειτουργία και επομένως σε υποδούλωση των κοινωνικών δυνάμεων. Το καλύτερο παράδειγμα στην τελευταία αυτή περίπτωση μας δίνει η νεότερη ελληνική Ιστορία. Δυστυχώς, αυτή η μεγάλη νύχτα στην Ιστορία μας εξακολουθεί και σήμερα, πιο πολύπλοκη και πιο τελειοποιημένη.

Σε αντίθεση με τη Δυτική Ευρώπη, στη χώρα μας, για πολλούς λόγους, δεν έγιναν ουσιαστικά οι δύο μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις (μεταξύ γαιοκτημόνων και αστών και μεταξύ άρχουσας αστικής τάξης και εργατικής τάξης), που καθόρισαν τις πολιτικές εκφράσεις στη Δυτική Ευρώπη.

Η αυτονομία της πολιτικής ηγεσίας του τόπου μας και των «πολιτικών» πρακτικών που αυτή ακολουθεί, ξεκινούν από πολύ παλιά. Τις αιτίες αυτού του φαινομένου τις συναντούμε κατ' αρχάς στα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς και μετέπειτα του απελευθερωτικού αγώνα. 

Η τότε κοινωνική ηγεσία ήταν σύμμαχος αλλά και εντολοδόχος τοποτηρητής της τουρκικής εξουσίας. Αυτή η ηγεσία καταπίεζε μάλιστα αρκετές φορές τους ίδιους τους σκλαβωμένους Έλληνες. Είχε αναλάβει επιπλέον και το έργο της διαμεσολάβησης μεταξύ του ανήμπορου ραγιά και της τουρκικής εξουσίας για την επίλυση μικροπροβλημάτων. Αυτή ιδιαίτερα τη μεσολαβητική νοοτροπία δεν την απέβαλε ποτέ έκτοτε και, δυστυχώς, -παραλλαγμένη βέβαια- φτάνει ώς τις μέρες μας.

Το 1806 κυκλοφόρησε στην Ιταλία ένα εκπληκτικό έργο με τον τίτλο «Ελληνική Νομαρχία», του οποίου ο συγγραφέας είναι άγνωστος. Ο συγγραφέας αυτού του έργου, λοιπόν, μεταξύ άλλων καταγγέλλει με σφοδρότητα τους υπεύθυνους για την αθλιότητα στην οποία είχε περιέλθει η ελληνική κοινωνία προεπαναστατικά. Συγκεκριμένα, χαρακτηρίζει τους υπεύθυνους προεστούς ως «άφρονας και μωρούς ανθρώπους» και τους Φαναριώτες ως «βρωμοάρχοντας της Κωνσταντινουπόλεως». Οι προεστοί, κατ' αρχάς, δεν ήθελαν να συμμετάσχουν στον απελευθερωτικό αγώνα. Στη συνέχεια, όμως, κυριολεκτικά σύρθηκαν σ' αυτόν, αφού ήταν υποχρεωμένοι να πάρουν το μέρος κάποιου, μεταξύ των επαναστατημένων Ελλήνων και της τουρκικής εξουσίας. Παρά ταύτα, η έμπειρη αυτή τάξη των προεστών διατήρησε την ισχύ της καθ' όλη τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα, παίζοντας μάλιστα καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του.

Η ισχυρή και έμπειρη αυτή τάξη (των προεστών), από τη στιγμή που αναγκάστηκε να εκτεθεί στον αγώνα, θέλησε να πρωταγωνιστήσει και να θέσει υπό τον έλεγχο της -για δικούς της, όπως θα δούμε, λόγους- τις κοινωνικοπολιτικές προοπτικές της επανάστασης. Με εξαιρετικό ρεαλισμό και χωρίς δισταγμό παραμέριζε ό,τι της ήταν εμπόδιο, με αποτέλεσμα η συμπεριφορά αυτή να οδηγήσει στον εμφύλιο σπαραγμό.

Το βασικό εμπόδιο στα σχέδια της τάξης των προεστών, μεταξύ άλλων, ήταν οι κλεφταρματολοί. Από την αρχή του αγώνα οι προεστοί προσπάθησαν να εξουδετερώσουν την ισχύ των κλεφταρματολών και στη συνέχεια να τους θέσουν υπό την εξουσία τους, μέσα από ένα θεσμικό τυπικό που θα τη νομιμοποιούσε.

Μετά την απελευθέρωση, η τάξη των προεστών εμφανίστηκε χωρίς σημαντικές απώλειες, ενισχυμένη μάλιστα από τη συμπαράσταση των Φαναριωτών. Είναι, κατά περίεργο τρόπο, οι δύο τάξεις που, όπως είδαμε, κατήγγειλε ο άγνωστος συγγραφέας της «Ελληνικής Νομαρχίας», μία εικοσαετία περίπου πριν από την επανάσταση.

Οι πρόκριτοι διακατέχονταν από έντονο τοπικισμό και απέχθεια προς οποιαδήποτε μορφή κεντρικής εξουσίας που, όπως ήταν επόμενο, θα έθιγε τα κεκτημένα τοπικά προνόμια τους. Ήδη, με την έναρξη της επανάστασης οι τοπικοί πρόκριτοι με συνελεύσεις τους κατάρτισαν δικά τους τοπικά πολιτεύματα (όπως τον Οργανισμό της Γερουσίας της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, τη Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, τον Οργανισμό της Πελοποννησιακής Γερουσίας). Όπως παρατηρεί ο Α. Μάνεσης, τα πολιτεύματα αυτά εμφάνιζαν έναν ολιγαρχικό χαρακτήρα με δημοκρατική επιφάνεια.

Σχεδόν ταυτόχρονα με τις τοπικές συνελεύσεις συνήλθε η Α' Εθνική Συνέλευση στο χωριό Πιάδα, κοντά στην αρχαία Επίδαυρο, στις 20 Δεκεμβρίου 1821. Οι προεστοί επιδίωξαν και κατάφεραν να εξασφαλίσουν εξαρχής τον πλήρη έλεγχο της Συνέλευσης. Έτσι, στη Συνέλευση αυτή εκπροσωπήθηκαν πλήρως οι προεστοί, ενώ αποκλείστηκαν σχεδόν οι στρατιωτικοί. Το πρώτο ελληνικό Σύνταγμα που ψήφισε αυτή η Συνέλευση δεν μπόρεσε ποτέ να μετουσιωθεί ολοσχερώς σε πράξη, λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν, αλλά οι πρόκριτοι δεν εγκατέλειψαν τις προσπάθειές τους.

Στη Β' Εθνική Συνέλευση, που έγινε στις 29 Μαρτίου 1823 στο Άστρος της Κυνουρίας, παρά την τεταμένη ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί, οι πρόκριτοι κατάφεραν να εμφανιστούν με απόλυτη πλειοψηφία εκπροσώπων έναντι των στρατιωτικών. Η πλειοψηφία των προεστών μάλιστα κατάργησε τη θέση του αρχιστρατήγου που κατείχε ο Θ. Κολοκοτρώνης. Ψηφίστηκε νέο Σύνταγμα, αλλά, αντί να ομαλοποιηθεί η κατάσταση, ξέσπασε σύγκρουση, την ώρα του αγώνα, μεταξύ των προεστών, που ήθελαν να έχουν στα χέρια τους την πλήρη εξέλιξη των πραγμάτων (με τους οποίους συντάχθηκαν στην πλειονότητα τους οι ετερόχθονες) και των στρατιωτικών (με τους οποίους συντάχθηκαν οι αυτόχθονες). Καθεμιά από τις δύο παρατάξεις σχημάτισε δικό της νομοθετικό και εκτελεστικό σώμα, κάτι που επαναλήφθηκε και αργότερα.

Τελικώς, έπειτα από μακροχρόνιες εμφύλιες συγκρούσεις και με την παρέμβαση των στρατιωτικών εκπροσώπων των Μεγάλων Δυνάμεων, συνήλθε η Γ' Εθνική Συνέλευση στην Τροιζήνα, στις 19 Μαρτίου 1827. Η Συνέλευση αυτή με ψήφισμα της εξέλεξε τον Καποδίστρια Κυβερνήτη της Ελλάδος και ψήφισε το τρίτο Σύνταγμα των Ελλήνων, στο οποίο έγινε προσπάθεια να δεθούν εκ των προτέρων τα χέρια του Κυβερνήτη, προκειμένου να βρίσκεται συνεχώς υπό τον έλεγχο των προκρίτων.

Με εισήγηση του Καποδίστρια, η νεοσυσταθείσα Βουλή ανέστειλε πραξικοπηματικά την εφαρμογή του τρίτου ελληνικού Συντάγματος και αυτοκαταργήθηκε. Όλες τις εξουσίες τις πήρε στα χέρια του ο Καποδίστριας με το αιτιολογικό της ανάγκης ύπαρξης κεντρικής εξουσίας, λόγω της κρισιμότητας των περιστάσεων.

Όπως, όμως, συμβαίνει πάντα με την υπερσυγκέντρωση των εξουσιών, έτσι και εδώ η εξουσία ασκήθηκε με τρόπο αυταρχικό.

Προκειμένου να κατανοήσουμε τις αιτίες των ιστορικών γεγονότων, είναι απαραίτητο να δούμε εν συντομία την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση της προεπαναστατικής και μετεπαναστατικής Ελλάδας.

Ολόκληρο το 19ο αιώνα, τόσο πριν από την επανάσταση όσο και μετά, η αγροτική παραγωγή αποτελούσε το κεντρικό υπόβαθρο της οικονομικής ζωής της τότε κοινωνίας. Όπως συμβαίνει στις αγροτικές κοινωνίες, άρχουσα τάξη είναι οι μεγαλογαιοκτήμονες. Όποιος λοιπόν είναι μεγαλοκτηματίας σε μια αγροτική κοινωνία βρίσκεται αυτομάτως και στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, με ανάλογες εξουσίες στα χέρια του.

Οι κοτζαμπάσηδες, αν και στην αρχή εξαναγκάστηκαν να συμμετάσχουν στον αγώνα, στη συνέχεια, όταν πλέον εκτέθηκαν, συνέδεσαν τη συμμετοχή τους και τον αγώνα τους με δύο κυρίως στόχους: 

α) Την αρπαγή των εθνικών γαιών από τα απελευθερωμένα τμήματα που, όπως ήταν επόμενο, θα τους μετέτρεπε σε μεγαλοκτηματίες μέσα σε μια αγροτική κοινωνία με τα πιο πάνω πλεονεκτήματα, 

β) Τη διατήρηση και εξάπλωση των τοπικών εξουσιών τους ως μια συνέχεια του καθεστώτος των πασάδων ή των μπέηδων. 

Η επιτυχία ή μη των στόχων αυτών περνούσε αποκλειστικά από τη δυνατότητα ελέγχου των εξελίξεων, τόσο κυρίως των επαναστατικών όσο όμως και των κοινωνικών.

Εμπόδιο στα σχέδια αυτά ήταν, κυρίως, οι κλεφταρματολοί, οι οποίοι ήθελαν να ηγούνται της επανάστασης και να διευθύνουν την πορεία της. Χωρίς τον παραμικρό δισταγμό και προκειμένου να εξυπηρετήσουν τους στόχους και τα συμφέροντα τους, οι προύχοντες έφτασαν πολλές φορές ώς την εξόντωση των στρατιωτικών. Η διαμάχη λοιπόν μεταξύ προεστών και κλεφταρματολών είχε βάση, κυρίως, αυτές τις αιτίες.

Τα τρία προαναφερθέντα συνταγματικά κείμενα, τα οποία απηχούσαν εισαγόμενες ιδέες, κατ' απομίμηση των δυτικοευρωπαϊκών, ξένα με την τότε κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, αλλά και εξαιτίας των κρίσιμων περιστάσεων που επικρατούσαν, ήταν φυσικά αδύνατο να τύχουν εφαρμογής, για να μπορέσουν έτσι να σχηματοποιήσουν την άσκηση της εξουσίας και να αποφευχθούν εμφύλιες διαμάχες.

Ουσιαστικό εμπόδιο στα σχέδια των κοτζαμπάσηδων όρθωσε τελικώς ο Καποδίστριας. Όχι μόνο δεν κατόρθωσαν να αρπάξουν τις εθνικές γαίες, αλλά έχασαν στο τέλος και τη μάχη μεταξύ τοπικισμού και συγκεντρωτικού κράτους, που υποστήριξε με ιδιαίτερο ζήλο ο Καποδίστριας.

Έπειτα από συνδυασμένη γαλλο-βρετανική συνωμοσία, ο Καποδίστριας πλήρωσε αυτή τη νίκη του με τη ζωή του, αλλά και οι προεστοί δεν κατόρθωσαν ποτέ να εκπληρώσουν τους στόχους τους, για την πραγματοποίηση των οποίων πολλές φορές κινδύνευσε η πορεία του απελευθερωτικού αγώνα και οδήγησαν και σε εμφύλια σύγκρουση.

Η ήττα των τοπικών προκρίτων δεν σήμανε όμως αυτομάτως και την εξαφάνιση της τάξης τους. Τα μέλη αυτής της τάξης τα συνέδεαν ψυχολογικοί δεσμοί αλλά και κοινοί αγώνες. Αυτοί οι άνθρωποι έμαθαν να ζουν με προνόμια και εξουσίες, που τους είχε κληροδοτήσει μια μακρόχρονη παράδοση. Αισθάνονταν λοιπόν πως δεν μπορούσαν έτσι ξαφνικά να τα αρνηθούν όλα αυτά και να μείνουν στις τοπικές κοινωνίες τους αδύναμοι και ισότιμοι με τα υπόλοιπα μέλη αυτών των κοινωνιών και να φθαρούν. Εξάλλου, εκτός από το όνομα τους, διέθεταν εμπειρία και πάνω απ' όλα ένα επίπεδο γνώσεων σαφώς ανώτερο εκείνου της πλειονότητας του λαού. Κάτι επομένως έπρεπε να κάνουν.

Οι σχέσεις παραγωγής, τότε, ήταν τέτοιες που δεν ευνοούσαν αυτή την τάξη, αλλά ούτε και καμία άλλη. Στην ουσία υπήρχε μια κοινωνία χωρίς άρχουσα τάξη, σε σχέση πάντα με τον τρόπο παραγωγής. Δηλαδή, δεν υπήρχε ούτε μία φεουδαρχική κοινωνία με άρχουσα τάξη εκείνη των μεγαλογαιοκτημόνων ούτε μία αστική κοινωνία με άρχουσα τάξη εκείνη των μεγαλοαστών βιομηχάνων.

Παρ' όλα αυτά οι Έλληνες από την αρχή της επανάστασης, από τα πρώτα Συντάγματα, έδειξαν πως ήθελαν να οργανώσουν το κράτος τους πάνω στα πρότυπα της δυτικοευρωπαϊκής φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας. Έχουμε δηλαδή εισαχθέντες πολιτειακούς θεσμούς στα μέτρα μιας άρχουσας αστικής τάξης, χωρίς όμως να υπάρχει η τάξη αυτή.

Να λοιπόν με τι έπρεπε να ασχοληθεί η τάξη των προκρίτων. Την ευκαιρία αυτή δεν την άφησε ανεκμετάλλευτη. Με την ικανότητα που τη διέκρινε και μη υπάρχοντος άλλου σοβαρού διεκδικητή, στράφηκε προς την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας και των προνομίων της. Έτσι, τη μη ύπαρξη της άρχουσας αστικής τάξης την κάλυψε μια νέα τάξη πολιτικής ολιγαρχίας και το παιχνίδι από εδώ και έπειτα παίχτηκε -και με κάποιες παραλλαγές παίζεται ακόμη και σήμερα- έξω από τις σχέσεις παραγωγής, γι' αυτό και η υπανάπτυξη.

Η νέα αυτή τάξη της πολιτικής ολιγαρχίας, η οποία συμπληρώθηκε στη συνέχεια από κλεφταρματολούς, Φαναριώτες και κάθε είδους ατομικά ή ομαδικά στοιχεία από όλες τις τάξεις, θα αποτελούσε από εδώ και πέρα την ηγεσία της χώρας μας.

Τονίζεται και πάλι πως η νέα τάξη της πολιτικής ολιγαρχίας δεν είχε αναδυθεί νικήτρια από κάποιον ταξικό αγώνα, γι' αυτό και η πολιτική της δράση δεν προσδιοριζόταν από κάποια ταξική συνείδηση. Αντιθέτως, η πολιτική δράση των παντοειδών στοιχείων που την αποτελούσαν, κατευθυνόταν από καθαρά προσωπικές επιθυμίες για απόκτηση πολιτικής και οικονομικής δύναμης. Αυτό είχε συνέπεια να εδραιωθεί στη χώρα μας μια πολιτική πρακτική αυτονομίας του πολιτικού στοιχείου απέναντι στο κοινωνικό σώμα. Η αυτονομία αυτή, που οικοδομήθηκε πάνω στο εισαχθέν και ξένο προς την ελληνική πραγματικότητα πολιτικό σύστημα, οδήγησε στην καθαρή νομή της εξουσίας και στη νέα υποδούλωση της κοινωνίας, πριν καλά καλά η κοινωνία μας γευτεί τη χαρά της ελευθερίας.

Τη δολοφονία του Καποδίστρια ακολούθησε αναρχία. Η χώρα βρέθηκε για τρίτη φορά μετά την έναρξη της επανάστασης με δύο Βουλές και δύο κυβερνήσεις. Το όλο κλίμα διαμόρφωσε την προοπτική να επιβληθεί το πολίτευμα της απόλυτης μοναρχίας και μάλιστα με μονάρχη που θα επέλεγαν οι «προστάτιδες» δυνάμεις.

Όταν ήλθε στην Ελλάδα, το 1833, ο πρώτος μονάρχης, ο πρίγκιπας Όθων, δεν αποδέχτηκε την κατάρτιση Συντάγματος. Άρχισε λοιπόν μια νέα περίοδος αυταρχισμού.

Τόσο η περίοδος του Καποδίστρια όσο -και κυρίως- η περίοδος του Όθωνα διακρίθηκαν από τον αυταρχισμό της κεντρικής εξουσίας. Η μορφοποιούμενη τότε πολιτική ολιγαρχία αδυνατούσε να έχει ουσιαστικές εξουσίες. Το εμπόδιο της ήταν η κεντρική εξουσία. Όμως, αυτή η πολιτική ολιγαρχία δεν μπορούσε να έχει την κοινωνική υποστήριξη στις βλέψεις της για εξουσία, αφού δεν διέθετε κοινωνικά ερείσματα. Με κάποιο τέχνασμα λοιπόν έπρεπε να πάρει το λαό με το μέρος της, για να μπορεί να διαθέτει λαϊκή υποστήριξη στην προσπάθεια της για ανάληψη εξουσίας.

Η ευκαιρία δόθηκε από τον ίδιο τον αυταρχισμό της κεντρικής εξουσίας. Η πολιτική ολιγαρχία ανήγαγε σε κυρίαρχη ιδεολογία το όντως κορυφαίο πρόβλημα των πολιτικών δικαιωμάτων και των θεσμών, αλλά τεχνηέντως εστίασε όλο τον πολιτικό αγώνα στο πρόβλημα αυτό και απέφυγε «έξυπνα» να εμπλέξει σ' αυτόν φλέγοντα καθημερινά κοινωνικά προβλήματα. Ο στόχος της ήταν διπλός. Και την κεντρική εξουσία και ιδιαίτερα το θρόνο ήθελε να πλήξει καίρια για δικό της όφελος και να διατηρήσει την αυτονομία της, με το να αποφύγει να εμπλακεί σε κοινωνικές συγκρούσεις που θα την ποδηγετούσαν ή και θα τη διέλυαν.

Οι διάφορες πτέρυγες της πολιτικής ολιγαρχίας που σχηματοποιήθηκαν σε κόμματα, Αγγλικό, Γαλλικό, Ρωσικό, δεν είχαν καμία απολύτως σχέση με ταξικές αντιθέσεις.

 Εξέφραζαν καθαρά τις αντίστοιχες ξένες δυνάμεις, που τις στήριζαν στον αγώνα τους για κατάληψη της εξουσίας. Μεταξύ τους τα κόμματα αυτά παρουσίαζαν μικρές διαφορές, κυρίως σε τεχνικά θέματα υλοποίησης της κυρίαρχης ιδεολογίας.

Ο λαός είχε αποπροσανατολιστεί τελείως. Αυτός ο αποπροσανατολισμός ευνοούσε και αύξανε την αυτονομία της πολιτικής ολιγαρχίας απέναντι στο κοινωνικό σώμα, με αποτέλεσμα να παραμείνει αυτή μακριά από οποιεσδήποτε κοινωνικές διεργασίες και να επιδίδεται με την ησυχία της στην επίτευξη των στόχων της για απόκτηση, όσο το δυνατόν, μεγαλύτερης εξουσίας και διατήρησης των προνομίων της.

Αν και στο σημείο αυτό υπάρχει διχογνωμία μεταξύ των ιστορικών, εν τούτοις πλησιέστερα προς την πραγματικότητα κινείται η άποψη που δέχεται ότι ο αντιμοναρχισμός και οι εξεγέρσεις του 1843 και 1862 δεν στρέφονταν ευθέως κατά του θεσμού της μοναρχίας (ο οποίος εξακολούθησε να υπάρχει και έπειτα από αυτές), αλλά ήταν κυρίως διαμαρτυρίες κατά ενός αυταρχικού και συγκεντρωτικού τρόπου διακυβέρνησης, που έθιγε ορισμένα κεκτημένα προνόμια της πολιτικής ολιγαρχίας.

Όπως είδαμε, οι διάφορες φατρίες της πολιτικής ολιγαρχίας, αφού δεν διέθεταν εσωτερικά κοινωνικά ερείσματα, κατέφυγαν στις «προστάτιδες» δυνάμεις να τις βοηθήσουν στον αγώνα τους για την κατάκτηση της εξουσίας. Εδώ γίνεται για πρώτη φορά εμφανές αυτό που επαναλήφθηκε έκτοτε πολλές φορές. 

Οι διάφορες πτέρυγες της πολιτικής ολιγαρχίας, προκειμένου να διατηρούν τα ερείσματα τους και να είναι πάντα μέσα στο παιχνίδι της εξουσίας, δεν δίστασαν να αναμίξουν τις ξένες δυνάμεις στα εσωτερικά μας, γεγονός που με τη σειρά του οδήγησε τη χώρα στην εξάρτηση. 

Τα ανταλλάγματα αυτού του «ξεπουλήματος» τα πλήρωσε και τα πληρώνει φυσικά ο λαός.

Μετά τη συνταγματική μοναρχία του 1844 και ιδιαίτερα τη βασιλευόμενη δημοκρατία του 1864, διαφάνηκε ορατός ο κίνδυνος για την πολιτική ολιγαρχία να απολέσει την αυτονομία της. Αυτός ο κίνδυνος ήταν συνέπεια του γεγονότος της συνεχούς επίλυσης των θεσμικών προβλημάτων, πάνω στα οποία είχε επικεντρωθεί ο πολιτικός αγώνας. Για παράδειγμα, το 1844 καθιερώθηκε η καθολική ψηφοφορία για τον ανδρικό πληθυσμό που είχε συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας του, με ορισμένους μόνο μικρούς περιορισμούς, και το 1864 καθιερώθηκε η καθολική ψηφοφορία για τον ανδρικό πληθυσμό χωρίς αυτούς τους περιορισμούς. Για να καταφανεί το μέγεθος της επίλυσης αυτών των θεσμικών προβλημάτων αρκεί να αναφερθεί πως την ίδια χρονική περίοδο στην Αγγλία ψήφιζε ο ένας στους δώδεκα βρετανούς και στη Γαλλία σε σύνολο 32 εκατομμυρίων κατοίκων ψήφιζαν μόνο 170.000 πολίτες. Πρωτοποριακές όντως εξελίξεις για την Ελλάδα.

Δυστυχώς, όμως, οι αλλαγές αυτές δεν ήταν αποτέλεσμα γνήσιας πίστης της πολιτικής ολιγαρχίας στο λαό και τη δημοκρατία. Τόσο τα κίνητρα όσο και η χρήση της ψήφου δεν διέπονταν από κάποια δημοκρατική ευαισθησία της πολιτικής ολιγαρχίας, αλλά από την ανάγκη διεύρυνσης και σταθεροποίησης της εκλογικής πελατείας.

Μετά τις εξελίξεις αυτές η πολιτική ολιγαρχία έμεινε χωρίς πολιτικά θέματα πάνω στα οποία θα μπορούσε να εστιάσει τον πολιτικό της αγώνα, για να συνεχίσει να αποπροσανατολίζει το λαό και να μένει ήσυχη διατηρώντας την αυτονομία της. Εξακολούθησε μεν να συντηρεί, κατά ένα μέρος, τον αντιμοναρχισμό, αλλά δεν επαρκούσε. Εξάλλου και αυτός ο λίγος αντιμοναρχισμός εξαλείφτηκε το 1875 με την εισαγωγή του κοινοβουλευτισμού, που μετέθεσε την εξάρτηση της κυβέρνησης από την εμπιστοσύνη της Βουλής και όχι από εκείνης του μονάρχη.

Κάτι, όμως, έπρεπε να βρεθεί για το πολιτικό παζάρι μεταξύ των διαφόρων ηγετικών πολιτικών συνονθυλευμάτων που ονομάζονταν κόμματα και αυτό το κάτι θα έπρεπε να ήταν ικανό να αποσπάσει την προσοχή του λαού και να τον αποπροσανατολίσει. Για τους λόγους που είδαμε πιο πάνω, τα πραγματικά κοινωνικά προβλήματα θα έπρεπε φυσικά να μείνουν με κάθε τρόπο μακριά από τις κομματικές διαμάχες.

Η λύση βρέθηκε: Η Μεγάλη Ιδέα. 

Η Μεγάλη Ιδέα, που εξαγγέλθηκε αρχικά το 1847 από τον Ι. Κωλέττη και στη συνέχεια υιοθετήθηκε ανοικτά και από τον Όθωνα, αναγορεύτηκε τώρα σε κυρίαρχη ιδεολογία. Επομένως, τώρα ανήκε σε όλα τα κόμματα. Η «οξύτατη» από εδώ και στο εξής πολιτική διαμάχη και οι διαφορές μεταξύ των κομμάτων, που βασικό στόχο είχαν να αποπροσανατολιστεί και πάλι ο λαός, θα εστιάζονταν στο ποιο από τα κόμματα προτείνει τον καλύτερο τρόπο υλοποίησης της.

Στον κοινωνικο-οικονομικό τομέα, οι τοπικοί πρόκριτοι, μετά την ήττα τους από τον Καποδίστρια, όχι μόνο δεν θέλησαν να ασχοληθούν με τα τοπικά ζητήματα, αλλά επιπλέον έφυγαν από την περιφέρεια και, μαζί με άλλα στοιχεία, συγκεντρώθηκαν στα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα στην Αθήνα. Όλα αυτά τα στοιχεία, εκτός από τη συμμετοχή τους στα πολιτικά πράγματα, επιδόθηκαν και στον οικονομικό τομέα.

Τα στοιχεία αυτά και κυρίως οι πρόκριτοι είχαν αποκτήσει, ήδη από τα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς, μια νοοτροπία όχι δημιουργική, αλλά μεσολαβητική και εισπρακτική. Έτσι, η τάξη αυτή στον μεν οικονομικό τομέα, αντί να κάνει παραγωγικές επενδύσεις, επιδόθηκε σε δραστηριότητες μεσολαβητικού και μεταπρατικού χαρακτήρα, στον δεν πολιτικό τομέα, αντί να προχωρήσει σε κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, προτίμησε την εύκολη λύση της μεσολάβησης, την οποία εξέφρασε μέσα από το ρουσφέτι.

Η τάξη αυτή έτρεμε οτιδήποτε συνεπαγόταν και την ανάληψη ενός ορισμένου κινδύνου για τα συμφέροντα της. Έτσι, τόσο στον οικονομικό τομέα απέφυγε να αναλάβει επιχειρηματικούς κινδύνους, που θα συνεπάγονταν οι παραγωγικές επενδύσεις, όσο και στον πολιτικό τομέα απέφυγε να αναλάβει πολιτικούς κινδύνους που θα συνεπαγόταν η ενασχόληση με τα καυτά κοινωνικά προβλήματα. Αντί όλων αυτών προτίμησε το εύκολο οικονομικό κέρδος και το εύκολο πολιτικό όφελος.

Γίνεται φυσικά εύκολα αντιληπτό πως τις «ευκαιρίες» για οικονομική εκμετάλλευση τις δημιουργούσε η ίδια η πολιτική ολιγαρχία προς όφελος της. Τις δε ευκαιρίες για ρουσφέτι και πολιτική εκμετάλλευση τις δημιουργούσε και πάλι η ίδια, μέσα από τις θέσεις εργασίας που εφεύρισκε στον κρατικό μηχανισμό ή μέσα από την επίλυση προβλημάτων που τεχνηέντως προκαλούσε η ίδια με μοχλό την αναπτυσσόμενη κρατική γραφειοκρατία.

Είναι κρίμα και ατυχία που η τάξη αυτή δεν είχε δημιουργική νοοτροπία. Αν αυτή η άρχουσα τάξη διακατεχόταν από πνεύμα δημιουργίας, σήμερα η Ελλάδα θα ήταν τελείως διαφορετική και πάντως αρκετά αναπτυγμένη.

Όταν η ίδια η τάξη, που θέλει να είναι άρχουσα, ζει παρασιτικά και μάλιστα υπερπολυτελέστατα (σε σημείο που αρκετές φορές ξεπερνούσε μεγαλοαστούς βιομηχάνους της Δ. Ευρώπης), τότε τι θα περίμενε κάποιος να συμβεί με τον απλό λαό; 

Όπως ήταν επόμενο, αυτή την παρασιτική νοοτροπία της άρχουσας τάξης και τον έντονο καταναλωτισμό τα μιμήθηκε η πλειονότητα των κατοίκων της υπαίθρου, οι οποίοι άρχισαν να εγκαταλείπουν την περιφέρεια και να συνωστίζονται στα αστικά κέντρα και κυρίως στην Αθήνα.

Αυτή όμως η εσωτερική μετανάστευση δεν είχε καμία σχέση με ταυτόχρονη μετακίνηση του πληθυσμού και από τον πρωτογενή τομέα της οικονομίας προς το δευτερογενή, όπως είχε συμβεί με την εμφάνιση της αστικής τάξης στη Δ. Ευρώπη. Αντιθέτως, εδώ εμφανίστηκε το φαινόμενο της νόθας αστικοποίησης. Η μετακίνηση του πληθυσμού έγινε από τον πρωτογενή τομέα της οικονομίας κατευθείαν στον τριτογενή, δηλαδή στον τομέα της μεσολάβησης και των υπηρεσιών. Το τελευταίο αυτό φαινόμενο είχε αιτία, εκτός από το μιμητισμό, και την ίδια την ανυπαρξία δευτερογενούς τομέα, αφού βιομηχανία δεν υπήρχε και η άρχουσα τάξη δεν ενδιαφερόταν γι' αυτήν.

Όπως ήδη επισημάνθηκε, η τότε άρχουσα τάξη, εκτός από την οικονομία, ασχολήθηκε ταυτόχρονα και με την πολιτική εξουσία, την οποία και μονοπωλούσε. Επειδή από τα πρώτα Συντάγματα επικράτησε η δημοκρατική αρχή της εκλογής των εξουσιαστών από το λαό, η νομιμοποίηση της άσκησης της εξουσίας από την πολιτική ολιγαρχία όφειλε να βασίζεται πάνω σ' αυτή την αρχή.

Έπρεπε λοιπόν να βρεθεί κάποιος τρόπος που να εξασφαλίζει την εκλογή και την επανεκλογή. Όμως, όπως τονίστηκε ήδη, καμία μορφοποιημένη με βάση τον τρόπο παραγωγής τάξη δεν υπήρχε. Τα κόμματα όχι μόνο δεν στηρίζονταν, αλλά ούτε εκπροσωπούσαν κάποια συγκεκριμένη τάξη. Ήταν συνονθυλεύματα που απευθύνονταν προς όλους. Πώς λοιπόν θα εξασφαλίζονταν η εκλογή και η επανεκλογή των επίδοξων εξουσιαστών;

Η επέμβαση έπρεπε φυσικά να γίνει σε επίπεδο ψήφου. Στη Δ. Ευρώπη, η λύση που δόθηκε στο «πρόβλημα» αυτό ήταν απλή. Εκεί, η άρχουσα αστική τάξη, προκειμένου να εξασφαλίζει την κυριαρχία της, περιόρισε το δικαίωμα της ψήφου μόνο σε συγκεκριμένο τμήμα του λαού, που συγκέντρωνε ορισμένα «προσόντα», κυρίως οικονομικά. Στη χώρα μας δεν εμφανίστηκε μια ισχυρή αστική τάξη που θα επέβαλε παρόμοιους περιορισμούς. 

Αντιθέτως, εδώ η εξάπλωση του δικαιώματος της ψήφου σε όλο και περισσότερα άτομα ευνοούσε τα μέλη της πολιτικής ολιγαρχίας, γιατί έτσι μπορούσαν άνετα να αυξήσουν την εκλογική τους πελατεία. Να, λοιπόν, γιατί επικράτησε στον τόπο μας πολύ νωρίς η καθολική ψηφοφορία. Δεν εμπνεόταν δηλαδή αυτή η εξάπλωση από κάποια δημοκρατική ευαισθησία της άρχουσας τάξης προς το λαό, αλλά από την πρόθεση της τάξης αυτής για εκμετάλλευση κάθε νέας ψήφου.

Δημοκρατία, όμως, στην ουσία της δεν σημαίνει απλώς το δικαίωμα ψήφου που ασκείται μία ημέρα κάθε τέσσερα χρόνια. Δημοκρατία σημαίνει το πέρασμα της εξουσίας οριστικά στα χέρια των πολιτών. Κάτι τέτοιο, όμως, φυσικά δεν συνέφερε την πολιτική ολιγαρχία. Εκείνο που την ενδιέφερε ήταν η υφαρπαγή της ψήφου, προκειμένου να νομιμοποιεί την άσκηση της εξουσίας και την απόλαυση των προνομίων της κάτω από δημοκρατικό μανδύα. Η διαδικασία αυτή της υφαρπαγής της ψήφου από άτομα που δεν τα συνέδεε τίποτε το κοινό, από άποψη ιδεολογίας ή συμφέροντος, με τα μέλη της άρχουσας τάξης, ήταν τα δίκτυα πατρωνείας που εξασφάλιζαν εκλογική «πελατεία».

Τα εκτεταμένα δίκτυα πατρωνείας, τα οποία ενδυναμώθηκαν κυρίως περί το τέλος της περιόδου που εξετάζουμε και ιδιαίτερα εξαιτίας της εφαρμογής στην πολιτική ζωή της χώρας του κοινοβουλευτικού συστήματος και της συνακόλουθης ενίσχυσης της βουλευτοκρατίας, κρατούσαν σε κατάσταση ομηρίας ολόκληρη την επαρχία. Ο αυτοπροδιορισμός των ανθρώπων της περιφέρειας καταπνίγηκε από την παρεχόμενη πολιτική «προστασία» και την εξαγορά της ψήφου. Το ρουσφέτι αναγορεύτηκε σε κυρίαρχη πολιτική πρακτική. Η πολιτική ολιγαρχία, που εγκατέλειψε πρώτη την ύπαιθρο, δεν ήθελε να εμπλακεί με τα φλέγοντα κοινωνικά προβλήματα της υπαίθρου και κυρίως να επιδιώξει την οικονομική της ανάπτυξη. Οι ζωντανές δυνάμεις της επαρχίας έσβηναν μέσα σε όλη αυτή την αποπνικτική ατμόσφαιρα. Τα ικανά άτομα ένιωθαν ότι δεν μπορούσαν να ζήσουν στον τόπο τους.

Ύστερα από όλα αυτά, ήταν επόμενο να εμφανιστεί μια τάση φυγής από την ύπαιθρο, ιδιαίτερα των δυναμικότερων στοιχείων. 

Αυτή η τάση φυγής στην αρχή πήρε τη μορφή αστυφιλίας και αργότερα εξωτερικής μετανάστευσης.

Εκτός από το μιμητισμό που απέπνεε η άρχουσα τάξη και ο οποίος ευνοούσε την αστυφιλία, την τελευταία την ενίσχυσε, πολλές φορές ενσυνείδητα, η ίδια η άρχουσα τάξη. Εφόσον η άρχουσα τάξη της πολιτικής ολιγαρχίας δεν ανέπτυξε βιομηχανία, για να μπορεί μέσω αυτής να απασχολεί, να εξαρτά οικονομικά και να ελέγχει δυναμικό από την ύπαιθρο δημιουργώντας κατ' αυτό τον τρόπο τη δική της κοινωνική δύναμη, κατέφυγε στη μόνη δυνατότητα που διέθετε και αυτή, φυσικά, δεν ήταν άλλη από την κρατική μηχανή.

 Προκειμένου, λοιπόν, η πολιτική ολιγαρχία να δημιουργεί και να συντηρεί εκλογική πελατεία, που θα της εξασφάλιζε ισχύ μέσω της εκλογής και επανεκλογής, χρησιμοποίησε τον κρατικό τομέα για απασχόληση «ημετέρων» που, όπως ήταν επόμενο, εγκατέλειπαν την περιφέρεια. Από πολύ νωρίς επομένως εμφανίστηκαν στη χώρα μας ένα μέγεθος κρατικού τομέα και μια γραφειοκρατία εντελώς δυσανάλογα με τον πληθυσμό και τη δυνατότητα της εθνικής οικονομίας.

Με τη βοήθεια αυτού του γραφειοκρατικού μηχανισμού και του εισαχθέντος συγκεντρωτικού θεσμικού εξουσιαστικού συστήματος, η ελληνική κοινωνία «καπελώθηκε» πλήρως, παρέμεινε ραγιάδικη και οδηγήθηκε σε μια νέα σκλαβιά, πολύ χειρότερη από την τουρκική, γιατί τώρα αφ' ενός δεν γνώριζε ποιος είναι ο εχθρός και αφ' ετέρου δεν διέθετε απέναντι του εθνική ή ταξική συνείδηση.

Προς το τέλος της περιόδου αυτής και στις αρχές της επομένης, έγιναν κάποιες προσπάθειες για να αλλάξει η όλη κατάσταση. Οι προσπάθειες έγιναν από τον Χαρίλαο Τρικούπη, τον πολιτικό που προσπάθησε να εκριζώσει τη «συναλλαγή» και τις σχέσεις πελατείας από τα πολιτικά μας ήθη. 

Όμως, σ' αυτόν τον αγώνα ο Χαρίλαος Τρικούπης έμεινε απελπιστικά μόνος, καθόσον έκανε το λάθος να μην υπολογίσει το ότι δεν υπήρχαν συγκροτημένες και ζωντανές κοινωνικές δυνάμεις, έτοιμες να στηρίξουν τα φιλόδοξα σχέδια του. Στην ουσία προσπάθησε μόνος του να τα βάλει με το κατεστημένο παλαιοκομματικό σύστημα, μέσα όμως από το ίδιο το σύστημα. 

Όπως ήταν φυσικό, το σύστημα διέφθειρε και αφομοίωσε τον πολέμιο του μετατρέποντας τον σε όμοιο των αντιπάλων του.


Post a Comment